Σήμερα είναι Σάββατο (επιτέλους ήρθε το ευλογημένο) και έχω την άνεση του χρόνου, είμαι ξεκούραστη (αααχχχχ τι καλάαααα), χόρτασα ύπνο, και θα κάνω δουλειές ενώ ταυτόχρονα στα διαλλείματα από τα ξεσκονίσματα και τα σφουγγαρίσματα θα γράφω ....... αλλά δεν ξέρω ΤΙ να γράψω. Συνέβησαν αρκετά. Για ποιό να πρωτοαναφέρω? Πώς να τα αξιολογήσω?
Αυτό που γράφεται πιο εύκολα? Αυτό που γράφεται πιο γρήγορα? Αυτό που ακούγεται πιο ευχάριστο? Αυτό που με πόνεσε? Αυτό που με χαροποίησε? Τι?
Ζώ στον έξω κόσμο. Εκεί κινούμαι, μιλάω, συναναστρέφομαι, νιώθω, σκέφτομαι, δίνω και παίρνω, βλέπω, γελάω, ακούω, κάνω παρέα, αλλάζω, βελτιώνομαι αλλά και χειροτερεύω, στεναχωριέμαι, άλλες φορές νιώθω απελπιστικά μόνη και άλλες όχι, και τέλος πάντων ΖΩ. Εδώ στο blog βρίσκομαι ελάχιστα τελευταία, και νιώθω ότι η πορεία μου είναι λίγο μοναχική. Δεν έχω σχόλια ανοιχτά, κάνω ελάχιστα σε άλλους, εδώ και καιρό δεν διάβασα κανέναν αφού δεν άνοιξα το κομπιούτερ μου καθόλου, δεν γνωρίζω κανέναν αλλά και κανείς δεν με γνωρίζει, και γενικώς ........ δεν ξέρω ...... είναι ένα από τα μοναχικά blogs.
Αυτό βέβαια δεν με στεναχωρεί γιατί είναι συνειδητή η επιλογή μου και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό το ΔΙΚΟ ΜΟΥ blog, αφού είναι όπως είναι στο μυαλό μου. Δηλαδή και εκεί μόνη μου τα σκέφτομαι και εδώ μόνη μου τα γράφω. Τέλος πάντων, δεν ξέρω γιατί τα λέω όλα αυτά αλλά τώρα που "ζεστάθηκα" ας αλλάξω θέμα. Θα μιλήσω για κάτι που με απασχόλησε αυτή την εβδομάδα.
Τον πατέρα μου δεν τον βλέπω συχνά αλλά μιλάμε στο τηλέφωνο πού και πού. Λόγω ασχολιών δεν έχω χρόνο να τον δώ, αλλά ούτε και αυτός. Είχε περάσει περίπου ενάμιση μήνας από τότε που τον είδα τελευταία φορά και κάτι με "έτρωγε" τώρα τελευταία. Του είπα μια μέρα ότι «θα ξεχάσουμε και τις φάτσες μας ρε μπαμπά, πέρνα μια μέρα να σε δω, να τα πούμε λιγάκι». Συμφώνησε και αυτός, και έτσι κανονίσαμε να βρεθούμε στο σπίτι μου.
Δεν το είχαμε "κανονίσει" ακριβώς, δηλαδή δεν το είπαμε στα σίγουρα, αλλά είπαμε ότι θα τηλεφωνηθούμε κατά τις 6 η ώρα ή και νωρίτερα για επιβεβαίωση. Ο ίδιος όμως κατάλαβε ότι δώσαμε ραντεβού για τις 6. Εγώ με την πολύ δουλειά ξεχάστηκα. Έτσι λόγω φόρτου εργασίας έφτασα σπίτι κατά τις 7, (και είχα μάλιστα σκοπό μόλις φτάσω σπίτι να του τηλεφωνήσω και να του παραπονεθώ ότι με έγραψε κανονικά και με ξέχασε) όμως φτάνοντας τον βρήκα από κάτω να τουρτουράει από το κρύο επί μία ώρα!!!! Μελάνιασε ο άνθρωπος. Δεν είχε και το αμάξι του για να κάτσει και να ζεσταθεί, και μόλις τον είδα ένιωσα τύψεις και στεναχωρέθηκα πραγματικά. Ευτυχώς όμως δεν το ανέφερε καθόλου ούτε έδειξε να τον πειράζει, και αυτό μου έκανε εντύπωση και με χαροποίησε λίγο.
Εκείνο το απόγευμα ήταν ανακουφιστικό. Ναι, χρησιμοποιώ την σωστή λέξη «ανακουφιστικό». Τον είδα ότι είναι καλά, ότι είναι ο ίδιος που ήταν στη συμπεριφορά και στην εμφάνιση, ότι δεν μετατράπηκε έτσι στα ξαφνικά σε έναν γέρο ξεκούτη, απαιτητικό, και ιδιότροπο. Αντίθετα φαίνεται υγιής, είναι ήρεμος, και ελέγχει την υγεία του τακτικά, όπως μου είπε. Τον άφησα να μιλάει- να μιλάει- να μιλάει- και να συνεχίσει να μιλάει για τις καθημερινές του ασχολίες, γι αυτά που σκέφτεται, και για τις φιλοσοφίες που αναπτύσσει κατά καιρούς. Γιατί ο πατέρας μου γηράσκει αεί διδασκόμενος. Πάντα κάτι διαβάζει, με κάτι ασχολείται, και όλο κάτι καινούργιο μαθαίνει. Γέλασα και λίγο με τα αστεία του γιατί ο μπαμπας μου έχει πλάκα και αυτό του το αναγνωρίζω, και ένιωσα και πάλι ΠΑΙΔΙ.
Με τους γονείς μου είμαι ελεύθερη να νιώθω παιδί και αυτό έχει τεράστια σημασία για μένα. Είναι οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο όπου μπορώ να κάνω τα μωρουδίστικά μου, μπορώ να κάνω πείσματα, μπορώ να τους θυμώσω, μπορώ να είμαι παιδί σ αυτήν την ηλικία χωρίς κανείς να με παρεξηγήσει. Τους ζητάω τη συμβουλή τους (στα ψέματα φυσικά, γιατί μάλλον δεν θα την ακολουθούσα ποτέ) και αυτοί χαίρονται να μου την δίνουν. Ίσως νιώθουν σημαντικοί εκείνη τη στιγμή, ίσως νιώθουν ότι εκπληρώνουν το ρόλο τους ως γονείς, και αφού αυτό τους κάνει ευτυχισμένους τους το δίνω απλόχερα.
Έχω επιλέξει αυτή την οδό με τους γονείς μου, δηλ το να μιλάν συνέχεια για τους εαυτούς τους όποτε βρισκόμαστε. Και αν σταματήσουν για λίγο, τους κάνω τις κατάλληλες ερωτήσεις για να ξαναπάρουν φόρα. Ελάχιστες φορές με ρωτάν για μένα και για το τι κάνω στη ζωή μου, γιατί θεωρούν ότι εγώ τα καταφέρνω, ότι στέκομαι στα πόδια μου, ότι εγώ "ξέρω", ότι εγώ γεννήθηκα ενήλικας, ότι όλα είναι καλά και τίποτα δεν άλλαξε. Να φανταστείς ότι ακόμα δεν γνωρίζουν ότι ασχολούμαι με το άθλημα. Τόσα χρόνια πέρασαν και ποτέ δεν το έφερε η κουβέντα.
Τους δίνω βέβαια και εγώ την εντύπωση ότι είμαι καλά και ότι όλα είναι σταθερά. Αυτό τους βολεύει μια χαρά. Τότε με την υγεία μου που αναγκάστηκα να τους πω λίγα πράγματα, ταράχτηκαν και δεν ήξεραν πώς να το χειριστούν. Πραγματικά τώρα που το σκέφτομαι βγήκαν «έξω από τα νερά τους». Οχι μόνο δεν ήξεραν πώς να μου συμπαρασταθούν αλλά φοβήθηκα εγώ η ίδια γι αυτούς. Από τότε του έχω πεί ότι όλα παν καλά, ότι το ελέγχω και δεν με ξαναρώτησαν.
Μεγάλοι άνθρωποι είναι τώρα πια και δεν θέλω να τους στεναχωρώ.
Κάποια στιγμή, ο πατέρας μου με συμβούλεψε (ως γονιός που νοιάζεται για την τύχη του παιδιού του!) να κοιτάξω το συνταξιοδοτικό από τώρα, και να ελέγξω τί εισφορές δίνω για να πάρω, λέει, μεγάλη σύνταξη. Να το κοιτάξω λέει τώρα που είμαι ακόμα μικρή. «Τι μικρή ρε μπαμπά, που σε λίγο θα σε φτάσω?» του είπα. «Τί θα με φτάσεις βρε? Εσύ είσαι ακόμα πιτσιρίκι!» είπε,
και σκέφτηκα ότι για όλους τους γέρους οι νεότεροι είναι πάντα πιτσιρίκια. Τους 30 άρηδες εγώ τώρα τους θεωρώ πιτσιρίκια που έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους, και τους 20 άρηδες τους θεωρώ μωρά, άσχετα που εγώ από τα 25 μου ακόμα ένιωθα ότι φύγαν τα χρόνια μου και ότι βάδιζα ταχέως προς το γήρας.
Του είπα ότι έχει δίκιο για τη σύνταξη, και ότι εγώ πρέπει πάση θυσία να βγάλω μεγάλη αφού δεν θα έχω έναν άντρα να με στηρίξει, ούτε παιδιά για να μου συμπαρασταθούν, και θα πρέπει γριά γυναίκα να στέκομαι στα δικά μου πόδια. «Ουυυυυ έχεις χρόνια μπροστά σου μην ανησυχείς, εσύ θα βρείς το καλύτερο παιδί» μου είπε, και μου άναψαν τα λαμπάκια αλλά δεν του το έδειξα.
Κοντεύω τα σαράντα, σε λίγο δεν θα μπορώ να κάνω παιδιά, ελεύθεροι άντρες δεν υπάρχουν,
και αντί να βρώ λίγη κατανόηση, λίγη υποστήριξη, λίγη παρηγοριά,
βρίσκω την σιγουριά αυτού που έχει άγνοια του θέματος, αυτού που δεν θέλει να εμβαθύνει στο πρόβλημα και το αντιμετωπίζει ως μη- πρόβλημα, αυτού που είναι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις χωρίς να έχει βάσιμα στοιχεία και αποδείξεις, αλλά απλώς τον βολεύει να πιστεύει έτσι.
Γρήγορα το ξεπέρασα όμως γιατί τέτοιος ήταν πάντα απέναντί μου, και δεν θα αλλάξει ποτέ.
Τώρα που είπα «ενήλικας», αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα. Νιώθω ότι γεννήθηκα ενήλικας, ότι δεν είχα ποτέ την πολυτέλεια του να είμαι παιδί που να με φροντίζουν οι γονείς μου, να νιώσω τη ζεστή αγκαλιά τους, την σιγουριά τους. Μόνη μου έπρεπε να φροντίζω τις υποθέσεις μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Αλλά τέλος πάντων αυτοί είναι, η Μαμά μου και ο Μπαμπάς μου. Είναι κατά βάθος καλοί άνθρωποι μόνο που δεν ήξεραν ποτέ πώς έπρεπε να φερθούν ως γονείς.
Γράφοντας αυτά θυμήθηκα την μία γιαγιά μου. Καλή γυναίκα, την θυμάμαι με συμπάθεια. Όμως έχω ένα παράπονο. Από τα τόοοοσα εγγόνια που είχε, υπεραγαπούσε μόνον δύο. Αυτά του αγοριού της, του "Παιδιού" της. Την θυμάμαι να ταΐζει τα συγκεκριμένα εγγόνια στο στόμα με το αυγουλάκι ή την φέτα με μαρμελάδα, και να φωνάζει συνέχεια τα ονόματά τους. Μά για να γυρίσουν σπίτι, μά για να τα πλύνει, μά για να τα ντύσει, μά για να τα ταΐσει. Εκεί στο χωριό, στο τεράστιο σπίτι με την τεράστια αυλή, με τα δέντρα και τις πρόχειρες σκοινένιες κούνιες που κρεμόντουσαν απ τα τεράστια κλαδιά, με τον χτιστό φούρνο την πινακωτή και το ζυμωτό ψωμί, με τα γελάδια και τα αρνάκια στον στάβλο παραπέρα, εκεί που ήταν ο παράδεισος για εμάς τα εγγόνια, όλα "παιδιά της πόλης" (που σημειωτέον ήμασταν πάρα πολλά και όταν βρισκόμασταν καλοκαίρια, Χριστούγεννα και Πάσχα γινόμασταν αγέλη), αυτό ήταν το μόνο μελανό σημείο. Αυτή η άδικη διάκριση που ποτέ δεν κατάλαβα την αιτία. Βέβαια τα συγκεκριμένα ξαδέλφια μου τα αγαπάω πολύ, δεν τίθεται θέμα.
Επίσης θυμάμαι και κάτι άλλο.
Η γιαγιά μου είχε στον τοίχο κρεμασμένη μια τεράστια φωτογραφοθήκη με κομμένα (από άλλες φωτογραφίες) και κολλημένα τα κεφαλάκια από όλα τα εγγόνια της. Ένα είδος πρόχειρου παζλ. Κάποτε παρατηρώντας το (μικρό παιδί ήμουν ακόμα) διαπίστωσα με τρόμο ότι το δικό μου κεφαλάκι έλλειπε!!!!!!! Ρώτησα πανικόβλητη την γιαγιά μου και μου είπε ότι η πρώτη κορνίζα που είχαν κρεμασμένη είχε σπάσει, και όταν φτιάξαν την καινούργια το δικό μου κεφαλάκι κάπου παράπεσε, δεν το πρόσεξαν εκείνη τη στιγμή, και γι αυτό έλλειπε. Μου το πε γελώντας κιόλας αθώα με την ανησυχία μου (ακόμα θυμάμαι εκείνο το γάργαρο γέλιο), χωρίς ποτέ της να καταλάβει (ούτε καν να πλησιάσει ο νους της) ότι αυτό το γεγονός ίσως να «έγραφε» κάπου μέσα στην ψυχή αυτού του 8χρονου τότε παιδιού.
Βέβαια δεν της κρατάω καμία κακία αυτής της γυναίκας και του παππού μου που βασανίστηκαν στη ζωή τους και που τώρα πια πέθαναν, γιατί στην δική της εποχή αυτό που τους ένοιαζε πρωτίστως ήταν τα χωράφια και το να βγάλουν ένα πιάτο φαί. Αφού βγάλαν το πιάτο νοιαζόντουσαν να παντρέψουν τα κορίτσια τους. Για το Αγόρι δεν στεναχωριόντουσαν, αυτός θα έβρισκε την καλύτερη! Αυτόν βλέπεις τον σπούδασαν κιόλας (καλά ναναι ο θείος μου όπου και ναναι). Αφού τακτοποίησαν τα παιδιά τους (όπως φαντάζονταν) και ησύχασαν, τους ένοιαζε ο μπαχτσές, το καφενείο, οι δουλειές, το κουτσομπολιό, το πλέξιμο, ο σταύλος, οι κότες, τα δέντρα και τόσα άλλα καθημερινά. Αλλά απ ότι φαίνεται ποτέ δεν νοιάστηκαν για την ψυχή των παιδιών τους ή των εγγονών τους.
Αλλά δεν πειράζει, όλα αυτά είναι μακρινό παρελθόν. Καλά ναναι και οι δυό τους εκεί ψηλά.
Δεν μιλάω για την άλλη γιαγιά μου. Την οποία μίσησα κάποτε, και η οποία τόλμησε και με έβρισε. Με αποκάλεσε «σκατό». Άκουσον άκουσον! Αποκάλεσε το εγγόνι της «σκατό» γιατί τόλμησε το παιδί να της αντιμιλήσει. Δηλαδή όταν διεκδικείς το δίκιο σου σε βρίζουν, γι αυτό θα πρέπει να πας με τα νερά τους αν θέλεις να σου δίνουν χαρτζιλίκι, να σε κανακεύουν, ή να σου αφήσουν εκείνο το χωραφάκι ή εκείνο το σπιτάκι στο χωριό. Τι λές καλέ!!!! Βρε άϊντε από κει!!! Αλλά δεν πρέπει να μιλάω έτσι για εκείνη γιατί ήταν διαπιστωμένα πειραγμένη στα μυαλά. Όχι πολύ, αλλά κάπου έχανε, και σε αυτό συμφωνήσαμε τα εγγόνια της, όταν κάποτε μετά το θάνατό της συζητούσαμε για εκείνη. Αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσε ο ένας γονιός μου να βγεί φυσιολογικός άνθρωπος μεγαλώνοντας με μια τέτοια μάνα. Πάλι καλά να λέω. Ηρωας! Ηρωαααας!!!!!!
Τέλος πάντων έφυγε και αυτή, ας είναι καλά. Αλλά δεν θα ήθελα να την συναντήσω αν ποτέ πεθάνω (τοκ-τοκ) και αν υπάρχει μετα θάνατον ζωή.
Ουφφφ είμαι τόσο κουρασμένη, κυρίως σωματικά. Να ρθούν οι γιορτές και να φύγουν για να ηρεμίσουν τα πράγματα, γιατί δεν θα αντέξω για πολύ. Είναι η σεζόν τώρα και είμαι όλη μέρα στη δουλειά. Ξεκλέβω χρόνο για το άθλημα όποτε μπορέσω, αλλά μετά γυρίζω πάλι στη δουλειά. Άρχισε και η περίοδος των αγώνων και πρέπει να είμαι σε όλα καλή, αλλά δεν μπορώ. Πραγματικά δεν αντέχω και δεν έχω μια γνήσια πηγή χαράς όπως θα ήταν πχ η οικογένεια αν είχα κάνει ή τα παιδάκια μου. Πόσο θα ήθελα να έχω παιδάκια!!!! Μερικές φορές έρχονται στο μαγαζί οι πελάτες μου με τα παιδάκια τους, και πόσο τα λαχταράω έτσι αθώα και γλυκά που είναι!!!!! Με τις μπούκλιτσες τους, με τα γελάκια τους, με τα ναζάκια τους ......
Η «ατρόμητη» φίλη μου λέει ότι τα έριξα όλα στα παιδιά που δεν έχω, τα οποία αν είχα μπορεί να γκρίνιαζαν όλη την ώρα, μπορεί να μάλωνα συνέχεια με τον άντρα μου, μπορεί να ανακατευόντουσαν τα πεθερικά μου, σίγουρα θα είχα σταματήσει το άθλημα για να τα βγάλω πέρα, και ίσως να ήμουν τώρα με χάπια προσπαθώντας να βρω ισορροπίες.
Αλλά εγώ της αντιλέω εκνευρισμένα ότι τις ίδιες πιθανότητες θα είχα να ήμουν μια χαρά με τον αντρούλη μου και με τα παιδάκια μου. Γιατί να βλέπουμε πάντα τα αρνητικά? Και εκεί συνήθως διαφωνούμε ......... και το ξέρουμε ......... και κάνουμε ατελείωτες συζητήσεις. Μιλάμε για 3 ή 4 ώρες συζητήσεων που ξεκινάν έτσι, συνεχίζουν αλλιώς, και τελειώνουν συνήθως ξαφνικά, αφού έχουμε κουραστεί και οι δύο (ή οι τρείς όταν είναι και ή άλλη «ατρόμητη») και έχει ξεραθεί το λαρύγγι μας.
Το περίεργο είναι ότι σε αυτές τις πολύωρες συζητήσεις ενώ η μία έχει την Α άποψη, στην πορεία υποστηρίζει την Β, και καταλήγει στην Γ. Το αντίστοιχο γίνεται με την άλλη η οποία υποστήριζε αρχικώς την Β, συνεχίζει με την Γ, και καταλήγει στην Α άποψη. Αυτός ο περίεργος αχταρμάς γίνεται χωρίς να το καταλάβουμε. Αυτό το θυμήθηκα τώρα και είπα να το αναφέρω.
Ουφφφφ άντε πάλι. Δεν μου άρεσαν αυτά που έγραψα, αλλά παρόλαυτα νιώθω καλά που τα έγραψα. Και αυτός είναι ένας λόγος,
μην πώ ο καλύτερος για να ..........
............ πατήσω ....................
.................το ............
............... «ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ» .