Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2007

Τι να γράψω? Δεν ξέρω.





Σήμερα είναι Σάββατο (επιτέλους ήρθε το ευλογημένο) και έχω την άνεση του χρόνου, είμαι ξεκούραστη (αααχχχχ τι καλάαααα), χόρτασα ύπνο, και θα κάνω δουλειές ενώ ταυτόχρονα στα διαλλείματα από τα ξεσκονίσματα και τα σφουγγαρίσματα θα γράφω ....... αλλά δεν ξέρω ΤΙ να γράψω. Συνέβησαν αρκετά. Για ποιό να πρωτοαναφέρω? Πώς να τα αξιολογήσω?



Αυτό που γράφεται πιο εύκολα? Αυτό που γράφεται πιο γρήγορα? Αυτό που ακούγεται πιο ευχάριστο? Αυτό που με πόνεσε? Αυτό που με χαροποίησε? Τι?

Ζώ στον έξω κόσμο. Εκεί κινούμαι, μιλάω, συναναστρέφομαι, νιώθω, σκέφτομαι, δίνω και παίρνω, βλέπω, γελάω, ακούω, κάνω παρέα, αλλάζω, βελτιώνομαι αλλά και χειροτερεύω, στεναχωριέμαι, άλλες φορές νιώθω απελπιστικά μόνη και άλλες όχι, και τέλος πάντων ΖΩ. Εδώ στο blog βρίσκομαι ελάχιστα τελευταία, και νιώθω ότι η πορεία μου είναι λίγο μοναχική. Δεν έχω σχόλια ανοιχτά, κάνω ελάχιστα σε άλλους, εδώ και καιρό δεν διάβασα κανέναν αφού δεν άνοιξα το κομπιούτερ μου καθόλου, δεν γνωρίζω κανέναν αλλά και κανείς δεν με γνωρίζει, και γενικώς ........ δεν ξέρω ...... είναι ένα από τα μοναχικά blogs.

Αυτό βέβαια δεν με στεναχωρεί γιατί είναι συνειδητή η επιλογή μου και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό το ΔΙΚΟ ΜΟΥ blog, αφού είναι όπως είναι στο μυαλό μου. Δηλαδή και εκεί μόνη μου τα σκέφτομαι και εδώ μόνη μου τα γράφω. Τέλος πάντων, δεν ξέρω γιατί τα λέω όλα αυτά αλλά τώρα που "ζεστάθηκα" ας αλλάξω θέμα. Θα μιλήσω για κάτι που με απασχόλησε αυτή την εβδομάδα.






Τον πατέρα μου δεν τον βλέπω συχνά αλλά μιλάμε στο τηλέφωνο πού και πού. Λόγω ασχολιών δεν έχω χρόνο να τον δώ, αλλά ούτε και αυτός. Είχε περάσει περίπου ενάμιση μήνας από τότε που τον είδα τελευταία φορά και κάτι με "έτρωγε" τώρα τελευταία. Του είπα μια μέρα ότι «θα ξεχάσουμε και τις φάτσες μας ρε μπαμπά, πέρνα μια μέρα να σε δω, να τα πούμε λιγάκι». Συμφώνησε και αυτός, και έτσι κανονίσαμε να βρεθούμε στο σπίτι μου.

Δεν το είχαμε "κανονίσει" ακριβώς, δηλαδή δεν το είπαμε στα σίγουρα, αλλά είπαμε ότι θα τηλεφωνηθούμε κατά τις 6 η ώρα ή και νωρίτερα για επιβεβαίωση. Ο ίδιος όμως κατάλαβε ότι δώσαμε ραντεβού για τις 6. Εγώ με την πολύ δουλειά ξεχάστηκα. Έτσι λόγω φόρτου εργασίας έφτασα σπίτι κατά τις 7, (και είχα μάλιστα σκοπό μόλις φτάσω σπίτι να του τηλεφωνήσω και να του παραπονεθώ ότι με έγραψε κανονικά και με ξέχασε) όμως φτάνοντας τον βρήκα από κάτω να τουρτουράει από το κρύο επί μία ώρα!!!! Μελάνιασε ο άνθρωπος. Δεν είχε και το αμάξι του για να κάτσει και να ζεσταθεί, και μόλις τον είδα ένιωσα τύψεις και στεναχωρέθηκα πραγματικά. Ευτυχώς όμως δεν το ανέφερε καθόλου ούτε έδειξε να τον πειράζει, και αυτό μου έκανε εντύπωση και με χαροποίησε λίγο.




Εκείνο το απόγευμα ήταν ανακουφιστικό. Ναι, χρησιμοποιώ την σωστή λέξη «ανακουφιστικό». Τον είδα ότι είναι καλά, ότι είναι ο ίδιος που ήταν στη συμπεριφορά και στην εμφάνιση, ότι δεν μετατράπηκε έτσι στα ξαφνικά σε έναν γέρο ξεκούτη, απαιτητικό, και ιδιότροπο. Αντίθετα φαίνεται υγιής, είναι ήρεμος, και ελέγχει την υγεία του τακτικά, όπως μου είπε. Τον άφησα να μιλάει- να μιλάει- να μιλάει- και να συνεχίσει να μιλάει για τις καθημερινές του ασχολίες, γι αυτά που σκέφτεται, και για τις φιλοσοφίες που αναπτύσσει κατά καιρούς. Γιατί ο πατέρας μου γηράσκει αεί διδασκόμενος. Πάντα κάτι διαβάζει, με κάτι ασχολείται, και όλο κάτι καινούργιο μαθαίνει. Γέλασα και λίγο με τα αστεία του γιατί ο μπαμπας μου έχει πλάκα και αυτό του το αναγνωρίζω, και ένιωσα και πάλι ΠΑΙΔΙ.



Με τους γονείς μου είμαι ελεύθερη να νιώθω παιδί και αυτό έχει τεράστια σημασία για μένα. Είναι οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο όπου μπορώ να κάνω τα μωρουδίστικά μου, μπορώ να κάνω πείσματα, μπορώ να τους θυμώσω, μπορώ να είμαι παιδί σ αυτήν την ηλικία χωρίς κανείς να με παρεξηγήσει. Τους ζητάω τη συμβουλή τους (στα ψέματα φυσικά, γιατί μάλλον δεν θα την ακολουθούσα ποτέ) και αυτοί χαίρονται να μου την δίνουν. Ίσως νιώθουν σημαντικοί εκείνη τη στιγμή, ίσως νιώθουν ότι εκπληρώνουν το ρόλο τους ως γονείς, και αφού αυτό τους κάνει ευτυχισμένους τους το δίνω απλόχερα.

Έχω επιλέξει αυτή την οδό με τους γονείς μου, δηλ το να μιλάν συνέχεια για τους εαυτούς τους όποτε βρισκόμαστε. Και αν σταματήσουν για λίγο, τους κάνω τις κατάλληλες ερωτήσεις για να ξαναπάρουν φόρα. Ελάχιστες φορές με ρωτάν για μένα και για το τι κάνω στη ζωή μου, γιατί θεωρούν ότι εγώ τα καταφέρνω, ότι στέκομαι στα πόδια μου, ότι εγώ "ξέρω", ότι εγώ γεννήθηκα ενήλικας, ότι όλα είναι καλά και τίποτα δεν άλλαξε. Να φανταστείς ότι ακόμα δεν γνωρίζουν ότι ασχολούμαι με το άθλημα. Τόσα χρόνια πέρασαν και ποτέ δεν το έφερε η κουβέντα.

Τους δίνω βέβαια και εγώ την εντύπωση ότι είμαι καλά και ότι όλα είναι σταθερά. Αυτό τους βολεύει μια χαρά. Τότε με την υγεία μου που αναγκάστηκα να τους πω λίγα πράγματα, ταράχτηκαν και δεν ήξεραν πώς να το χειριστούν. Πραγματικά τώρα που το σκέφτομαι βγήκαν «έξω από τα νερά τους». Οχι μόνο δεν ήξεραν πώς να μου συμπαρασταθούν αλλά φοβήθηκα εγώ η ίδια γι αυτούς. Από τότε του έχω πεί ότι όλα παν καλά, ότι το ελέγχω και δεν με ξαναρώτησαν.




Μεγάλοι άνθρωποι είναι τώρα πια και δεν θέλω να τους στεναχωρώ.




Κάποια στιγμή, ο πατέρας μου με συμβούλεψε (ως γονιός που νοιάζεται για την τύχη του παιδιού του!) να κοιτάξω το συνταξιοδοτικό από τώρα, και να ελέγξω τί εισφορές δίνω για να πάρω, λέει, μεγάλη σύνταξη. Να το κοιτάξω λέει τώρα που είμαι ακόμα μικρή. «Τι μικρή ρε μπαμπά, που σε λίγο θα σε φτάσω?» του είπα. «Τί θα με φτάσεις βρε? Εσύ είσαι ακόμα πιτσιρίκι!» είπε,

και σκέφτηκα ότι για όλους τους γέρους οι νεότεροι είναι πάντα πιτσιρίκια. Τους 30 άρηδες εγώ τώρα τους θεωρώ πιτσιρίκια που έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους, και τους 20 άρηδες τους θεωρώ μωρά, άσχετα που εγώ από τα 25 μου ακόμα ένιωθα ότι φύγαν τα χρόνια μου και ότι βάδιζα ταχέως προς το γήρας.



Του είπα ότι έχει δίκιο για τη σύνταξη, και ότι εγώ πρέπει πάση θυσία να βγάλω μεγάλη αφού δεν θα έχω έναν άντρα να με στηρίξει, ούτε παιδιά για να μου συμπαρασταθούν, και θα πρέπει γριά γυναίκα να στέκομαι στα δικά μου πόδια. «Ουυυυυ έχεις χρόνια μπροστά σου μην ανησυχείς, εσύ θα βρείς το καλύτερο παιδί» μου είπε, και μου άναψαν τα λαμπάκια αλλά δεν του το έδειξα.



Κοντεύω τα σαράντα, σε λίγο δεν θα μπορώ να κάνω παιδιά, ελεύθεροι άντρες δεν υπάρχουν,

και αντί να βρώ λίγη κατανόηση, λίγη υποστήριξη, λίγη παρηγοριά,

βρίσκω την σιγουριά αυτού που έχει άγνοια του θέματος, αυτού που δεν θέλει να εμβαθύνει στο πρόβλημα και το αντιμετωπίζει ως μη- πρόβλημα, αυτού που είναι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις χωρίς να έχει βάσιμα στοιχεία και αποδείξεις, αλλά απλώς τον βολεύει να πιστεύει έτσι.


Γρήγορα το ξεπέρασα όμως γιατί τέτοιος ήταν πάντα απέναντί μου, και δεν θα αλλάξει ποτέ.




Τώρα που είπα «ενήλικας», αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα. Νιώθω ότι γεννήθηκα ενήλικας, ότι δεν είχα ποτέ την πολυτέλεια του να είμαι παιδί που να με φροντίζουν οι γονείς μου, να νιώσω τη ζεστή αγκαλιά τους, την σιγουριά τους. Μόνη μου έπρεπε να φροντίζω τις υποθέσεις μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Αλλά τέλος πάντων αυτοί είναι, η Μαμά μου και ο Μπαμπάς μου. Είναι κατά βάθος καλοί άνθρωποι μόνο που δεν ήξεραν ποτέ πώς έπρεπε να φερθούν ως γονείς.







Γράφοντας αυτά θυμήθηκα την μία γιαγιά μου. Καλή γυναίκα, την θυμάμαι με συμπάθεια. Όμως έχω ένα παράπονο. Από τα τόοοοσα εγγόνια που είχε, υπεραγαπούσε μόνον δύο. Αυτά του αγοριού της, του "Παιδιού" της. Την θυμάμαι να ταΐζει τα συγκεκριμένα εγγόνια στο στόμα με το αυγουλάκι ή την φέτα με μαρμελάδα, και να φωνάζει συνέχεια τα ονόματά τους. Μά για να γυρίσουν σπίτι, μά για να τα πλύνει, μά για να τα ντύσει, μά για να τα ταΐσει. Εκεί στο χωριό, στο τεράστιο σπίτι με την τεράστια αυλή, με τα δέντρα και τις πρόχειρες σκοινένιες κούνιες που κρεμόντουσαν απ τα τεράστια κλαδιά, με τον χτιστό φούρνο την πινακωτή και το ζυμωτό ψωμί, με τα γελάδια και τα αρνάκια στον στάβλο παραπέρα, εκεί που ήταν ο παράδεισος για εμάς τα εγγόνια, όλα "παιδιά της πόλης" (που σημειωτέον ήμασταν πάρα πολλά και όταν βρισκόμασταν καλοκαίρια, Χριστούγεννα και Πάσχα γινόμασταν αγέλη), αυτό ήταν το μόνο μελανό σημείο. Αυτή η άδικη διάκριση που ποτέ δεν κατάλαβα την αιτία. Βέβαια τα συγκεκριμένα ξαδέλφια μου τα αγαπάω πολύ, δεν τίθεται θέμα.



Επίσης θυμάμαι και κάτι άλλο.


Η γιαγιά μου είχε στον τοίχο κρεμασμένη μια τεράστια φωτογραφοθήκη με κομμένα (από άλλες φωτογραφίες) και κολλημένα τα κεφαλάκια από όλα τα εγγόνια της. Ένα είδος πρόχειρου παζλ. Κάποτε παρατηρώντας το (μικρό παιδί ήμουν ακόμα) διαπίστωσα με τρόμο ότι το δικό μου κεφαλάκι έλλειπε!!!!!!! Ρώτησα πανικόβλητη την γιαγιά μου και μου είπε ότι η πρώτη κορνίζα που είχαν κρεμασμένη είχε σπάσει, και όταν φτιάξαν την καινούργια το δικό μου κεφαλάκι κάπου παράπεσε, δεν το πρόσεξαν εκείνη τη στιγμή, και γι αυτό έλλειπε. Μου το πε γελώντας κιόλας αθώα με την ανησυχία μου (ακόμα θυμάμαι εκείνο το γάργαρο γέλιο), χωρίς ποτέ της να καταλάβει (ούτε καν να πλησιάσει ο νους της) ότι αυτό το γεγονός ίσως να «έγραφε» κάπου μέσα στην ψυχή αυτού του 8χρονου τότε παιδιού.





Βέβαια δεν της κρατάω καμία κακία αυτής της γυναίκας και του παππού μου που βασανίστηκαν στη ζωή τους και που τώρα πια πέθαναν, γιατί στην δική της εποχή αυτό που τους ένοιαζε πρωτίστως ήταν τα χωράφια και το να βγάλουν ένα πιάτο φαί. Αφού βγάλαν το πιάτο νοιαζόντουσαν να παντρέψουν τα κορίτσια τους. Για το Αγόρι δεν στεναχωριόντουσαν, αυτός θα έβρισκε την καλύτερη! Αυτόν βλέπεις τον σπούδασαν κιόλας (καλά ναναι ο θείος μου όπου και ναναι). Αφού τακτοποίησαν τα παιδιά τους (όπως φαντάζονταν) και ησύχασαν, τους ένοιαζε ο μπαχτσές, το καφενείο, οι δουλειές, το κουτσομπολιό, το πλέξιμο, ο σταύλος, οι κότες, τα δέντρα και τόσα άλλα καθημερινά. Αλλά απ ότι φαίνεται ποτέ δεν νοιάστηκαν για την ψυχή των παιδιών τους ή των εγγονών τους.






Αλλά δεν πειράζει, όλα αυτά είναι μακρινό παρελθόν. Καλά ναναι και οι δυό τους εκεί ψηλά.




Δεν μιλάω για την άλλη γιαγιά μου. Την οποία μίσησα κάποτε, και η οποία τόλμησε και με έβρισε. Με αποκάλεσε «σκατό». Άκουσον άκουσον! Αποκάλεσε το εγγόνι της «σκατό» γιατί τόλμησε το παιδί να της αντιμιλήσει. Δηλαδή όταν διεκδικείς το δίκιο σου σε βρίζουν, γι αυτό θα πρέπει να πας με τα νερά τους αν θέλεις να σου δίνουν χαρτζιλίκι, να σε κανακεύουν, ή να σου αφήσουν εκείνο το χωραφάκι ή εκείνο το σπιτάκι στο χωριό. Τι λές καλέ!!!! Βρε άϊντε από κει!!! Αλλά δεν πρέπει να μιλάω έτσι για εκείνη γιατί ήταν διαπιστωμένα πειραγμένη στα μυαλά. Όχι πολύ, αλλά κάπου έχανε, και σε αυτό συμφωνήσαμε τα εγγόνια της, όταν κάποτε μετά το θάνατό της συζητούσαμε για εκείνη. Αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσε ο ένας γονιός μου να βγεί φυσιολογικός άνθρωπος μεγαλώνοντας με μια τέτοια μάνα. Πάλι καλά να λέω. Ηρωας! Ηρωαααας!!!!!!

Τέλος πάντων έφυγε και αυτή, ας είναι καλά. Αλλά δεν θα ήθελα να την συναντήσω αν ποτέ πεθάνω (τοκ-τοκ) και αν υπάρχει μετα θάνατον ζωή.








Ουφφφ είμαι τόσο κουρασμένη, κυρίως σωματικά. Να ρθούν οι γιορτές και να φύγουν για να ηρεμίσουν τα πράγματα, γιατί δεν θα αντέξω για πολύ. Είναι η σεζόν τώρα και είμαι όλη μέρα στη δουλειά. Ξεκλέβω χρόνο για το άθλημα όποτε μπορέσω, αλλά μετά γυρίζω πάλι στη δουλειά. Άρχισε και η περίοδος των αγώνων και πρέπει να είμαι σε όλα καλή, αλλά δεν μπορώ. Πραγματικά δεν αντέχω και δεν έχω μια γνήσια πηγή χαράς όπως θα ήταν πχ η οικογένεια αν είχα κάνει ή τα παιδάκια μου. Πόσο θα ήθελα να έχω παιδάκια!!!! Μερικές φορές έρχονται στο μαγαζί οι πελάτες μου με τα παιδάκια τους, και πόσο τα λαχταράω έτσι αθώα και γλυκά που είναι!!!!! Με τις μπούκλιτσες τους, με τα γελάκια τους, με τα ναζάκια τους ......



Η «ατρόμητη» φίλη μου λέει ότι τα έριξα όλα στα παιδιά που δεν έχω, τα οποία αν είχα μπορεί να γκρίνιαζαν όλη την ώρα, μπορεί να μάλωνα συνέχεια με τον άντρα μου, μπορεί να ανακατευόντουσαν τα πεθερικά μου, σίγουρα θα είχα σταματήσει το άθλημα για να τα βγάλω πέρα, και ίσως να ήμουν τώρα με χάπια προσπαθώντας να βρω ισορροπίες.

Αλλά εγώ της αντιλέω εκνευρισμένα ότι τις ίδιες πιθανότητες θα είχα να ήμουν μια χαρά με τον αντρούλη μου και με τα παιδάκια μου. Γιατί να βλέπουμε πάντα τα αρνητικά? Και εκεί συνήθως διαφωνούμε ......... και το ξέρουμε ......... και κάνουμε ατελείωτες συζητήσεις. Μιλάμε για 3 ή 4 ώρες συζητήσεων που ξεκινάν έτσι, συνεχίζουν αλλιώς, και τελειώνουν συνήθως ξαφνικά, αφού έχουμε κουραστεί και οι δύο (ή οι τρείς όταν είναι και ή άλλη «ατρόμητη») και έχει ξεραθεί το λαρύγγι μας.

Το περίεργο είναι ότι σε αυτές τις πολύωρες συζητήσεις ενώ η μία έχει την Α άποψη, στην πορεία υποστηρίζει την Β, και καταλήγει στην Γ. Το αντίστοιχο γίνεται με την άλλη η οποία υποστήριζε αρχικώς την Β, συνεχίζει με την Γ, και καταλήγει στην Α άποψη. Αυτός ο περίεργος αχταρμάς γίνεται χωρίς να το καταλάβουμε. Αυτό το θυμήθηκα τώρα και είπα να το αναφέρω.



Ουφφφφ άντε πάλι. Δεν μου άρεσαν αυτά που έγραψα, αλλά παρόλαυτα νιώθω καλά που τα έγραψα. Και αυτός είναι ένας λόγος,



μην πώ ο καλύτερος για να ..........







............ πατήσω ....................







.................το ............







............... «ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ» .






Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2007

Όταν οι σκέψεις παίρνουν μορφή.




Έχω τόσο πολλά να γράψω. Τόσες σκέψεις, τόσα που μου συμβαίνουν, τόσα που θυμάμαι, τόσα που νιώθω. Όμως η διαδικασία είναι πολύ χρονοβόρα.

Το να τα γράψω στο word είναι εύκολο. Μέσα σε 30-40 λεπτά έχω τελειώσει. Όμως αυτή η πρώτη καταγραφή των σκέψεων αποτελείται από σκόρπιες προτάσεις, πολλές φορές ασύνδετες χρονικώς και νοηματικώς μεταξύ τους. Και πρέπει μετά με κάποιο τρόπο αυτή τη μάζα να προσπαθήσω να την κάνω κατανοητή. Επειδή όμως (όπως έχω αναφέρει πάμπολλες φορές) εκθέσεις και παρεμφερή δεν ξέρω να γράφω, αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι του blogging για μένα.




Η διαδικασία είναι η εξής:
Πρέπει να διαχωρίσω και να τοποθετήσω όλες μαζί τις προτάσεις που σχετίζονται μεταξύ τους.
Μετά να ξεχωρίσω τις παραγράφους πρώτα νοηματικώς και μετά χρονικώς.

Στη συνέχεια διαβάζω το κατασκεύασμά μου πολλές φορές για να ελέγξω αν έβαλα τα ρήματα τα ουσιαστικά και τα επίθετα στη σωστή τους θέση (κατά τη γνώμη μου), ούτως ώστε να βγαίνει το νόημα που θέλω. Και κάθε φορά βρίσκω και κάτι καινούργιο που πρέπει να διορθωθεί.
Μετά τονίζω ή χρωματίζω λέξεις ή προτάσεις για να διαβάζεται το κείμενο όπως θα ήταν αν τα διηγούμουν προφορικά, γιατί νιώθω ότι όλα αυτά τα λέω, τα αφηγούμαι, και δεν τα γράφω.
Ελέγχω επίσης μήπως χρησιμοποίησα πολλές φορές τις ίδιες λέξεις, πχ αν σε μια παράγραφο βάζω πολλές φορές το «όμως», το «αλλά» , το «εγώ» ή το «και». Σ αυτήν πχ την παράγραφο χρησιμοποίησα 2 φορές τη λέξη «μετά» αλλά δεν έχω το κουράγιο να προσπαθήσω να την αλλάξω.



Όμως κατά τη διαδικασία αυτής της «μορφοποίησης» (όπως το χαρακτηρίζω), συχνά διορθώνοντας "κάτι", μια καινούργια ιδέα σχηματίζεται, καινούργιες προτάσεις προστίθενται, με αποτέλεσμα να αλλάζει το νόημα και η πορεία του αρχικού κειμένου, και να χρειάζεται νέα μορφοποίηση και φτού κι απ την αρχή ........... Έτσι μερικές φορές μια εκμυστήρευση μοιάζει να μην έχει τέλος. Καινούργια πράγματα μπαίνουν, και ενώ ξεκινάω να μιλήσω για κάτι συγκεκριμένο που έχω στο μυαλό μου απ την αρχή, καταλήγω αλλού και συχνά δεν ξέρω τι τίτλο να βάλω στο τελικό κατασκεύασμα.

Και επειδή η μορφοποίηση είναι το πιο δύσκολο κομμάτι, πολλές φορές είναι αυτό που με αποθαρρύνει από το να στρωθώ στο γράψιμο. Και αυτός είναι ένας λόγος που το αναβάλω συνέχεια ......




........ μέχρι τη στιγμή που κάτι με πιέζει και θέλει να βγει από μέσα μου. Ήδη από το πρωί που θα σηκωθώ ξεκινά στο μυαλό μου η καταγραφή των σκέψεων. Ιδέες γεννιούνται από μόνες τους, προτάσεις γράφονται νοερά, και όλο αυτό συνεχίζεται στο οδήγημα, στη δουλειά, όταν εξυπηρετώ πελάτες, όταν μιλάω στο τηλέφωνο...... και διαρκεί όλη μέρα. Κάποιες φορές γράφω στα κρυφά στη δουλειά προτάσεις σε χαρτάκια και τα χώνω στην τσέπη γρήγορα πριν με πάρει κανένα μάτι. Σχεδόν από τη στιγμή που ξύπνησα οι προτάσεις γεννιούνται μέσα μου και πρέπει να βγούν. Έχει τύχει να γυρίσω κατ ευθείαν από τη δουλειά, χωρίς να πάω στο άθλημα μόνο και μόνο γιατί ήθελα να τα γράψω και να ησυχάσω.

Όμως μόλις τελειώνει αυτή η πρώτη καταγραφή και νιώθω αμέσως μια περίεργη ανακούφιση του μυαλού, τότε αρχίζει η αχώνευτη μορφοποίηση με τις παραγράφους και τις προτάσεις. Και βρίσκομαι ξαφνικά σε έναν κόσμο λέξεων και παραγράφων που πρέπει να τακτοποιηθούν ....... Τότε δεν θέλω να συνεχίσω, μετανιώνω που δεν πήγα στο άθλημα, μετανιώνω που δεν πήγα για καφέ, μετανιώνω που προτίμησα να κάτσω μπροστά στην οθόνη αντί να είμαι έξω, στον φρέσκο αέρα.




Για ποιό λόγο? Προς τι? Για το blog? Και τι είναι το blog? Τι μου προσφέρει τελικά? Και αν όχι σε μένα προσφέρει σε κάποιον?

Είναι ένα blog που αναλώνεται στα ίδια και στα ίδια, για το άθλημα, για τις αρρώστιες, για σκέψεις, για εμπειρίες. Ε και? Όλοι αυτά γράφουν.




Λοιπόν, καταλήγω τελικά ότι γράφω, ή θα ήθελα να γράφω, ή σκοπεύω να γράφω γι αυτά που θα ήθελα να διαβάζω.

Πχ ενώ διαβάζω για ανθρώπους που κάνουν εξετάσεις ή έχουν κάποια ασθένεια, βλέπω ότι πολλές φορές τα αναφέρουν σχεδόν επιγραμματικά ή ..... (δεν ξέρω πώς να το εκφράσω) ....... πολύ αποστασιοποιημένα ....... ενώ εγώ θα ήθελα να διαβάσω πώς σκέφτονται πραγματικά μέσα τους, ειλικρινά, με φόβο και πάθος, πώς το αντιμετωπίζουν ως θνητοί. Αναρωτιέμαι πολλές φορές «μα μόνο εγώ φοβάμαι να κάνω εξετάσεις? Μόνο εγώ φοβάμαι την αρρώστια?». Και επειδή εκεί έξω στη ζωή την υπαρκτή κανείς δεν μιλάει για αυτά τα θέματα αλλά και για άλλα που με απασχολούν, έρχομαι εδώ και ουσιαστικά τα φωνάζω για να ακουστούν.

Φωνάζω ότι όσο και να κλείνουμε τα μάτια και τα αυτιά μας, αυτά υπάρχουν, είναι εκεί. Με το να μην μιλάμε γι αυτά δεν σημαίνει ότι αυτομάτως παύουν να υπάρχουν. Θέλω να μιλήσω και να διαβάσω για τους φίλους που όσο και να τους αγαπάμε μερικές φορές μας εκνευρίζουν, για τους γονείς που κάποιες φορές μόνο τον εαυτό τους κοιτάν, για το τόσο υπερεκτιμημένο μητρικό φίλτρο που κάποιες φορές απλώς δεν υπάρχει, για την βρώμα και την ασχήμια στις ασφυκτικά τσιμεντένιες πόλεις, για την ανεργία, για το κατεστημένο στα πανεπιστήμια που δεν αφήνει τους άξιους να προχωρήσουν αλλά ανοίγουν θέσεις κυρίως για τα παιδιά ή για τα ανίψια των καθηγητάδων, και που κανείς δεν τους ελέγχει.


Με την ευκαιρία, υπάρχει ένα περίεργο άβατο εκεί. Είχα παλιά ένα φιλαράκι που τελείωσε το διδακτορικό του, είχε παρακολουθήσει μαθήματα και στο εξωτερικό, είχε δουλέψει (με έσνημα παρακαλώ) στον τομέα του, είχε παρουσιάσει αξιόλογες εργασίες σε συνέδρια και του δίναν συγχαρητήρια για τις εργασίες του καθηγητές από διάφορα πανεπιστήμια. Και ενώ ήταν άξιος και όλοι του το αναγνώριζαν, τελικά, με διαδικασίες της ‘πίσω πόρτας’ (αυτές τις γνωστές) έδωσαν τη θέση του πανεπιστημίου που του άξιζε (και για την οποία είχε δουλέψει και είχε τις γνώσεις) σε ένα άσχετο «ανίψι». Και το άξιο αυτό παιδί έγινε ένας δημόσιος υπαλληλίσκος, αξιοποιώντας το 1/10 των πολύτιμων γνώσεων που απέκτησε στα τόσα χρόνια.
Τι σαπίλα!!!!! Ζέχνει και κανείς δε μιλάει γι αυτά!!! μωρέεεε "χίλια χρόνια" να ρθούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Χίλια χρόνια, για να βρούν επιτέλους οι άξιοι ένα δρόμο και να φανούν τα έργα τους.


Αλλά μια που ανέφερα προπαραπάνω για την ανεργία, ξέρεις τι πα να πει «δεν βρίσκει δουλειά 32 χρονών άντρας»? Ολόκληρο παλικάρι να ζει αναγκαστικά με τους γονείς του, να χαρτζιλικώνεται, και να μην έχει χρήματα να κεράσει το κορίτσι του? ΑΝ έχει κορίτσι, γιατί πολλές φορές η κατάσταση τον παίρνει από κάτω, νιώθει ανίκανος, άχρηστος, ζητιάνος, και δεν βγαίνει από το σπίτι. Και ΑΝ βγεί είναι για να ψάξει δουλειά, να χτυπήσει πόρτες ή για να παρακαλέσει, και πολλές φορές είναι στους δρόμους όλη μέρα χωρίς αποτέλεσμα. Για την άθλια ψυχολογία ενός ανέργου γιατί δεν μιλάει κανείς? Ή για τον αγρότη που ακούει τις βροντές και το χαλάζι και τρέμει η ψυχή του για την καλλιέργεια, για την αγρότισσα που μοναδική ζωή της είναι το χωράφι και το σπίτι, όμως βλέποντας στην τηλεόραση ότι υπάρχει και άλλη ζωή καλύτερη, ωθεί τα παιδιά της και ειδικά τα κορίτσια να παν στην πόλη, να σωθούν τουλάχιστον αυτά, και να μην έχουν τη μοίρα τη δική της.

Θέλω να φωνάξω και να ακουστούν αυτά όσο πιο μακριά γίνεται μέσω του διαδικτύου.




Για το άθλημα επίσης και για το πώς νιώθει ένας αθλητής δεν βλέπω να γράφονται και πολλά πράγματα. Εκεί έξω όλοι φαίνονται αγαπημένοι, δεμένοι ως ομάδες, με τυφλή εμπιστοσύνη στους προπονητές και στους παράγοντες και αναρωτιέμαι .....

........ μα μόνον εγώ παρατηρώ ότι οι συναθλητές μου είναι άνθρωποι με τα καλά τους αλλά και με τα στραβά τους? Μόνο εγώ κρίνω και μερικές φορές αμφισβητώ τον προπονητή μου? μόνο εγώ έχω άγχος στους αγώνες? Πώς τα αντιμετωπίζουν οι άλλοι αθλητές αυτά? για τα αναβολικά ειδικά, μιλάν οι ειδήμονες, οι δημοσιογράφοι, οι κουστουμάτοι, οι υπουργοί και δεν ξέρω και ποιοι άλλοι, και μιλούν με ωραίες λέξεις, τα «καταδικάζουν» όπως λεν, και τελειώνει εκεί το θέμα. Όμως εγώ νιώθω τεράστια τσατίλα με αυτούς τους χαπακωμένους που μου κλέβουν το όνειρο, και επειδή κανείς δεν κάνει κάτι για να τους τιμωρήσει έμπρακτα, θέλω να τους πλακώσω όλους στο ξύλο, υπουργούς, υφυπουργούς, χαπακωμένους ........ όλους. Έχω τέτοια τσατίλα με αυτή την υποκρισία πουυυυυ ...... δεν ξέρω .......νιώθω ότι με πνίγει το δίκιο ........ ότι θα εκραγώ.




Υποκρισία –υποκρισία- υποκρισία ....... όοοχι αυτή η υποκρισία-ποιηματάκι που λέν τα κοριτσάκια στα Καλλιστεία του Αντέννα «μισώ το ψέμα και την υποκρισία», αλλά η υποκρισία που έζησα εγώ στο σπίτι που μεγάλωσα. Όπου υποτίθεται ότι ήμασταν όλοι "όπως έπρεπε", μια τυπική και ζηλευτή οικογένεια. Όμως εγώ το ένιωθα από μικρό παιδί ότι ζούσαμε σε ένα ψέμα. Ήμασταν απλώς συγκάτοικοι στο ίδιο σπίτι, ο καθένας ξένος απ τους άλλους. Όσες φορές προσπάθησα, από μικρό παιδί ακόμα, να μιλήσω στους δικούς μου γι αυτό το παρανοϊκό που έβλεπα και που ζούσα, χτυπούσα στον χάρτινο τοίχο που είχαν χτίσει για να προστατευτούν. Από τους εαυτούς τους? Από τον σύντροφό τους? Από την κοινωνία? Δεν ξέρω.


Με άκουγαν, δε λέω. Τα συζητούσαμε εκείνη την ώρα και πάντα νόμιζα ότι με καταλάβαιναν, και αφού τα συζητούσαμε άρα κάτι θα άλλαζε. Όμως αμέσως μετά την κουβέντα συνεχίζανε να ζουν ο καθένας στον δικό του κόσμο σαν να μη συνέβη τίποτα. Σαν να μην ειπώθηκε ποτέ τίποτα..... Χριστέ μου, τί άνθρωποι!!!!! Τραβήξαν στο δικό τους ψέμα και στη δική τους δυστυχία και τα παιδιά τους, που δεν τους φταίγανε σε τίποτα. Αυτά τα αθώα πλάσματα γιατί να γεννηθούν απ αυτούς τους εγωιστές ανθρώπους?




Ουφφφ να ηρεμήσω λίγο ...... εισπνοή

- έναααα-δύο

-ένααααα-δύο

πιο βαθιά

-ένααααααααα-δύοοο

χαλαρά τα μάτια, χαλαρό το πρόσωπο

-ένααααα-δύο

χαλαρά οι ώμοι, χαλαρή η σπονδυλική στήλη

-ένααααααααααααα-δύοοοοοοοοοο







Συνήλθα και συνοψίζω:

Όταν ξεκίνησα να γράφω το συγκεκριμένο ποστ είχα κατά νου να μιλήσω για έναν υπάλληλό μου. Είπα να αναφέρω στην αρχή λίγα πράγματα για την γενικότερη διαδικασία γραφής, η οποία με απασχολεί από την αρχή που έφτιαξα το blog μου - κατέληξα να γράφω μόνο για τη διαδικασία και καθόλου για τον υπάλληλο - και κατά τη μορφοποίηση του κειμένου προστέθηκε η ανάγκη μου να μιλήσω για την υποκρισία.

Ξεκίνησα χαλαρά - στην πορεία εκνευρίστηκα - τσατίστηκα - φώναξα δυνατά στο δωμάτιο όταν το έγραφα - δάκρυσα λίγο κάπου - και τώρα κάθομαι και διαβάζω αυτή την σχεδόν ακατέργαστη μορφή ....... ανακουφισμένη να το πω? ...... ανάλαφρη να το πώ? ....... πώς είναι όταν κάνεις έντονα γυμναστική μετά από πολύ καιρό και στη συνέχεια ξαπλώνεις στον καναπέ και αράααααζεις, με τους μυς σου να πονάν λίγο αλλά να είναι αναζωογονητικό? Ε κάτι τέτοιο νιώθω τώρα.


Τι σου είναι το blogging τελικά! Ξεκινάς νομίζοντας ότι θα γράψεις για τα εύκολα και καταλήγεις να γράφεις γι αυτά που πραγματικά σε καίνε.





Μόνο αυτή η μορφοποίηση να έλειπε γμτ........ και πώς βαριέμαιιιιιιιιιιι



Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007

Νταννννν , ντανννννν, νταννννννν






Blogger ( το πρόγραμμα του blogspot.com): Αγαπητοί άγνωστοι φίλοι, συμπλογκεράδες, συμπάσχοντες, γκαντέμηδες και Γκαστόνε, αδέλφια μας- αλήτες- πουλιά.




Νταννννν , ντανννννν, νταννννννν




Πληροφορώ σας, ότι η αγαπητή gademissa αποφάσισε να μην ανοίξει το κομπιούτερ της οικίας της δι ολίγον χρονικόν διάστημα.





Νταννννν , ντανννννν, νταννννννν





Και τούτο διότι απεφάσισε να αφοσιωθεί ψυχή τε σώματι εις το άθλημάν της, ελλείψεως άλλης ενδιαφέρουσας και τονωτικής ασχολίας.

Ετούτο συνέβη μίαν εκ των προηγουμένων ημερών, και νιώθω επιφορτισμένος με το βαρύ καθήκον να σας το περιγράψω επακριβώς όπως το ηξομολογήθη εις το φύλλον του word που κρατεί εις στο κομπιούτερ της.








Ήτο βράδυ.
Ένα κρύο και μοναχικόν βράδυ.
Η συμπαθής gademissa τουρτούριζε κάτω απ τη λεπτή κουβέρτα της διότι βαριόταν να σηκωθεί και να ανάψει το καλοριφέρ. Κάποια στιγμή το τρέμουλο την νανούρισε, και ενώ ροχάλιζε του κερατέος, ξάφνου, την ξύπνησε μια λάμψις εις το δωμάτιον. Κατάλαβε ευθύς ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά ως κλασική στρουθοκάμηλος επροσποιήθη την κοιμισμένην μπας και ηξαφανισθεί από μόνον του. Η λάμψην ωστόσο ήτο ζώσα, σπαρταρούσα και βιαστική, διότι είχε και άλλας επισκέψεις να κάμει σε άλλους γκαντέμιδες , και δεν μπορούσε να περιμένει την κιοτούσα πότε θα δεήσει να το πάρει απόφαση και να σηκωθεί. Έτσι, η λάμψη την κάλεσε ανυπόμονα




«Σήκω Τιμημένη».





Εις το άκουσμα της μελωδικής φωνής, η φίλη μας ένιωσε μιαν ηρεμίαν και σιγουριάν, και ως εκ τούτου άνοιξε τα σφαλισμένα μάτια της. Και τι λέτε ότι αντίκρισε?
Μίαν λευκήν απαστράπτουσα φιγούρα να ίπταται άνωθεν της κλίνης της!!!!!



Νταννννν , ντανννννν, νταννννννν




Πάγωσε εκ της τρομάρας της. Πέτρωσε κυριολεκτικώς. Έμεινε έτσι με γουρλωμένα τα μάτια για ολίγα λεπτά, ακίνητη και ανίκανη να ανοιγοκλείσει έστω και δια μίαν φοράν τα βλέφαρά της. Η Λευκή Φιγούρα (η οποία έφερε και ένα κατασκεύασμα ομοιάζον με φωσφοριζέ κύκλον στο κεφάλι, και κάτι σαν φτερά εις την πλάτην) της είπε επιτακτικά:

«Ανοιγόκλεισε τα μάτια σου μικρή παιδίσκη, διότι θα πάθει ο αμφιβληστροειδής σου και θα σε βρουν νέα τρεχάματα».



Η φίλη μας στο άκουσμα της λέξης «παιδίσκη» αναθάρρησε, και κατάλαβε ότι επρόκειτο δια φίλον και ουχί δια τον τρομερόν Θεριστήν. Εσηκώθη λοιπόν και με δέος έπεσε εις στα γόνατα, με εσταυρωμένα τα χέρια κάτω απ το πιγούνι, και με το κεφάλι της κεκλιμένον προς τα κάτω εις την στάσην της προσευχής. Και τότε, εις αυτήν την κατάστασην βαθιάς κατάνυξης......




Νταννννν , ντανννννν, νταννννννν




.........είπε:
«Τι ζητείς από εμέ την ταπεινήν γκαντέμισσα, Ω! πάγκαλη και Ω! πάνσοφη Λευκή Φιγούρα με τα πίπουλα εις την πλάτην?».

«Ήρθα να σου δώκω τιμήν και δόξαν, μικρή, πεντάμορφη, γλυκιά gademissa. Εις το έναν μου φτερό κρατώ δάφνινο στεφάνι, και εις το άλλον χρυσό μετάλλιον. Θα τα αποκτήσεις και τα δύο μόνον αν πιστέψεις στον εαυτόν σου, αν ξεκουραστείς σωματικώς, και αν χαλαρώσεις και ηρεμήσεις πνευματικώς. Από σέ εξαρτάται πλέον το μέλλον σου».



Η gademissa εις το άκουσμα των λόγων της φιγούρας χάρηκε, ειδικά εις τον χαρακτηρισμόν "μικρήν και πεντάμορφην", αλλά ευθύς εστεναχωρήθη.



«Είναι πολλά αυτά που μου ζητάτε "Λευκή Καλοσύνη". Τολμώ να πώ ότι μπορώ να τα προσπαθήσω, όμως ένα- ένα κάθε φορά και ουχί όλα ταυτοχρόνως».

«Δεν έχεις χρόνο, κόρη μπιρμπιλομάτα. Πρέπει να τα δουλέψεις όλα μαζί, και συνάμα να λιώνεις εις τας προπονήσεις. Και μάθε ότι αι προπονήσεις που κάμεις κρυφά εις την οικίαν σου, μόνον σε κουράζουν και σε απομακρύνουν από τον στόχο σου. Τέρμα λοιπόν τα ιντερνέτια και τα μπλο-γκαρίσματά σου. Στρώσε οπίσθια εις τη δουλειάν, και δείξε εμπιστοσύνη εις τον προπονητήν σου, μη κάνοντας ό,τι βλακείας κατεβάσει η κεφαλήν σου και πάθεις καμίαν ζημίαν εις το κορμί σου».



«Ουχίιιιιιι ...... ουχί το ίντερνετ ...... ουχίιιιιιιιιιιιιιι»
Ούρλιαξε απεγνωσμένα η μικρόγρια gademissa, ικετεύοντάς την. Όμως η Φιγούρα ήτο ανένδοτος.



«Ή το μπλόγκιγκ ή τη δόξα. Διάλεξε εδώ ..... και .......ΤΩΡΑΑΑΑΑ!!!!!»




Νταννννν , ντανννννν, νταννννννν



«Ουχίιιιιι ......ουχίιιιιιιιι»



«Διάλεξε είπα ή σε αφήνω εις την γκαντέμικην μοίρα σου και φεύγω!!!!!!»
Είπε με βροντερή φωνή και έστριψε προς τα πάνω δια να αποχωρήσει.




Η gademissa βλέποντας την ευτυχία να γλιστρά μέσα απ τα χέρια της, με δάκρυα στα μάτια, τσίριξε ικετευτικά

«Δέχομαι, δέχομαιιιιιι .......» και συμπλήρωσε ξέπνοα «μόνον στείλε αν θές στο διάβα μου και ένα παλικάρι, για να απαλύνει τον κόπο μου και να ζεστάνει τα βράδυα μου» :-)




«ჭৰ ō舵&$#@逄 @譈 ........ ΒΛΑΣΦΗΜΗΗΗ .........谒 /*逄 $$骫 ~@隹 軕%% ٸ ♨ଌ .......ΑΣΕΒΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!!!! Ολίγη τσίπα δεν έχεις μωρή??? Που σου ομιλώ δια ύψιστα ιδανικά, και συ τα κονιορτοποιείς όλα εις τον μύλον του μυαλού σου??? Ντροπή! ΑΙΣΧΟΣ! Αποχωρώ, και θα προτείνω τη δόξα και την τιμήν εις την αμέσως κατώτερή σου εις την αθλητικήν κατάταξην».





«Μηηηηηη μηηηηηηηηη ........ εκλιπαρώ σε. Δέχομαι, δέχομαι τα δώρα σου, αλλά σου λέω τίμια και ειλικρινά ότι δεν μπορώ να υποσχεθώ θαύματα, παρά μόνον ότι θα προσπαθήσω. Αλήθεια λέγω, θα προσπαθήσω.ω..ω... ω ......ω........ω..........»




Νταννννν , ντανννννν, νταννννννν




Και μετά η gademissa εβρέθη εις το σκοτεινόν δωμάτιον, μόνη, με το ξυπνητήριον να κτυπά 7 το πρωί. «Όνειρο θα ήταν» σκέφθηκε ευθύς. Όμως φτού, φτού, φτού ......... τί ήτο αυτό εις το στόμαν της? Έναα.................. πίπουλο ???!!!!!!!







Νταννννν , ντανννννν, νταννννννν