Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

Κι αν είναι....




Ένα χαρτόκουτο κάτω απ το κρεβάτι. Ακούς το βράδυ κάποιους θορύβους μέσα του, αλλά στην αρχή δεν δίνεις σημασία. Με τον καιρό καταλαβαίνεις ότι κάτι υπάρχει εκεί κάτω. Κάτι ροκανίζει το χαρτόκουτο. Μπα λες, κάποια κατσαριδούλα θα ναι, απ αυτές τις μικρές τις ξανθές. Θα φύγει.

Ο θόρυβος συνεχίζει για πολλά βράδια. Αρχίζει να σε ενοχλεί. Υπάρχει κάτι σίγουρα εκεί κάτω αλλά δεν θέλεις να το πιστέψεις. Θα φύγει λες. Όμως δεν φεύγει και συνεχίζει. Δεν μπορείς να κοιμηθείς τα βράδια. Φοβάσαι ότι μπορεί να είναι..... ένα ποντικάκι που όταν κοιμάσαι ανεβαίνει στο κρεβάτι σου και κόβει βόλτες. Κάθε πρωί όμως αφού δε βλέπεις ίχνη εισβολής το ξεχνάς, λες ότι ήταν της φαντασίας σου, και συνεχίζει η μέρα σου όμορφα ......


.....μέχρι το επόμενο βράδυ.


Ο θόρυβος δυναμώνει. Κι αν είναι.... κάποιος αρουραίος που θα βγει την νύχτα και θα σου μασουλήσει το πρόσωπο χωρίς να το καταλάβεις, και θα ξυπνήσεις το πρωί παραμορφωμένη?


Πρέπει να δεις τι είναι.


Όμως όχι. Θα κάνω ότι δεν υπάρχω. Αν δεν το ενοχλήσω εγώ, θα φύγει από μόνο του. Θα καταλάβει από μόνο του ότι δεν έχει λόγο ύπαρξης εδώ μέσα και θα φύγει ήσυχα, θα εξαφανιστεί. Ας μαζέψω και τις κουβέρτες καλού κακού, να μην κρέμονται κάτω στο πάτωμα και βρει εύκολη πρόσβαση προς τα πάνω.

Κι αν είναι.... όμως αράχνες που γέννησαν οικογένεια και τα πολυπληθή μικρά μέσα στο παιχνίδι τους, και μη έχοντας λογική, ορμίσουν ένα βράδυ να με τσιμπήσουν? Θα μπουν στ αυτιά μου, στην μύτη μου, στα μαλλιά μου…. θα ξυπνήσω τυλιγμένη στον ιστό τους και θα νιώθω το ανατριχιαστικό περπάτημά τους πάνω στο γυμνό δέρμα μου….


Πρέπει να δω τι έχει αυτό το κουτί επιτέλους.


Κάθε φορά όμως δειλιάζω. Φοβάμαι τι θα αντικρίσω. Τι τέρας θα βγει από κει μέσα? Όπως θα σέρνω το κουτί προς τα έξω μπορεί να πεταχτεί στο χέρι μου πάνω. Μπορεί να νιώσω τα άγκιστρα των ποδιών του στο δέρμα μου. Αν είναι και τεράστιο μπορεί να με ναρκώσει και να με μασουλάει αργά αργά χωρίς εγώ να μπορώ να αντισταθώ. Να το βλέπω να με τρώει ζωντανή, να νιώθω τις δαγκάνες του να σουβλίζουν το πετσί μου…

Τι θα κάνω? Φοβάμαι να το ανοίξω αλλά δεν μπορώ άλλο και να μην ξέρω. Δεν κοιμάμαι τα βράδια, οδηγώ νυσταγμένα, δεν αποδίδω στην δουλειά, δεν καταλαβαίνω τι μου λένε οι άλλοι, δεν θέλω να γυρίζω στο σπίτι, δεν θέλω να κοιμάμαι…

Όσο δεν ξέρω τι με περιμένει φαντάζομαι τέρατα. Και τρομάζω ακόμα περισσότερο. Και κάθε φορά το τέρας είναι και πιο τρομακτικό, πιο σαρκοβόρο, πιο αιμοχαρές. Παίρνει μορφές που δεν περιγράφονται, που μεταλλάσσονται συνέχεια.

Αν δω, τουλάχιστον θα ξέρω με τι έχω να κάνω. Θα είναι ένα και όχι εκατό τα τέρατα. Όσο τρομερό και αν είναι πρέπει να ανοίξω «Το Κουτί».




Πρέπει να δω. Πρέπει να αντιμετωπίσω τους φόβους μου επιτέλους. Πρέπει να τους πολεμήσω και ότι γίνει. Δεν μπορώ να ζώ έτσι άλλο. Δεν μπορώ.