Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2006

Μαμά, μαμάκα, μαμακούλα

Κουβαλάω μέσα μου δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες που τους κληρονόμησα απο τους αταίριαστους γονείς μου. Ο ένας με τραβάει τέρμα δεξιά και ο άλλος τέρμα αριστερά. Εγώ βρίσκομαι στη μέση και προσπαθώ να κρατηθώ ακίνητη, να ισορροπήσω. Σαν Εσταυρωμένη. Απτη μια θυμώνω μαζί τους αλλά απτην άλλη, κρυφά πονάω γι αυτούς


Και κυρίως για τη μαμά μου



Αχ μαμάκα μου, μαμακούλα μου, μαμακουλίνα μου


Σε αποκαλώ έτσι εδώ στα γράμματα, και δεν στο λέω στα ζωντανά!



Αχ έρμη μάνα, ένα κοριτσόπουλο ήσουν που βρέθηκε με οικογένεια στα καλά του καθουμένου, και δεν κατάλαβε ποτέ του τι έπρεπε να κάνει, πώς έπρεπε να λειτουργήσει. Δεν στο δίδαξε κανείς. Δεν ξέρατε τότε απο βιβλία, ελευθερία, παρέες, ανταλλαγή απόψεων, τηλεόραση, περιοδικά. Και απτο σχολείο σε σταμάτησαν οι γονείς σου για να στείλουν τον αδερφό σου, τον Άντρα, και πάντα αναρωτιόσουν με παράπονο πώς στοκανε αυτό η μάνα σου. Εσένα, που τόσο σάρεζε το σχολειό. Και σας κράτησαν με τις αδερφές σου, υπηρέτριες στο σπίτι και εργάτριες στο χωράφι με τα καπνά. Αλλά και η μάνα σου τι νακανε κιαυτή ? Ετσι ήταν το σύστημα τότε. "Χέρια" δεν υπήρχαν για τα χωράφια.

Και ένα κορίτσι παρέμεινες, που έπρεπε εμείς κάποιες στιγμές να γίνουμε γονείς σου. Καημενούλα. Σε μια στιγμή άνοιξες τα μάτια σου και είχες φτάσει τα 60 χωρίς να το καταλάβεις.

Κάνεις υγιεινή διατροφή με βασιλικό πολτό, ωμά λαχανικά, συνδυασμούς ξηρών καρπών και άλλα, τόσο πολύπλοκα που μόνο εσύ τα ξέρεις. Εγινες εξπέρ σε όλα αυτά, τα τελευταία 20 χρόνια. Σταμάτησες όμως το γυμναστήριο που ήταν η ζωή σου, και νόμιζες η δύναμη και η υγεία σου, λόγω αρυθμιών στην καρδιά. Και τώρα, βάζεις την καθαρή φορμίτσα σου και τρέχεις στο πάρκο "γιατί κάνει καλό στα πνευμόνια" όπως λές, και χορεύεις μόνη σου στο σπίτι με τα καθαρά σου παπουτσάκια "για τα πόδια" όπως λές, και πίνεις τον άνοστο φυσικό χυμό το πρωί πάντα στις 10 "γιατί τα ιχνοστοιχεία χρειάζονται στην καρδιά" όπως λες. Ευτυχώς που σε αυτά βρήκες την ηρεμία σου

Να μην έχεις την κακιά αρρώστεια μαμάκα μου. Αλλά και άν έχεις κάτι, ό,τι και να είναι σε παρακαλώ να μείνεις ζωντανη.
Σε θέλω, σε χρειάζομαι εδώ, σαυτόν τον κόσμο, να μπορώ να λέω την λέξη "μαμά" που τόσο με ηρεμεί


Προσπαθώ να είμαι καλή, να σε στηρίζω, και να είμαι δυνατή αλλά ο θυμός μου για σένα είναι πάντα εκεί και δεν λέει να φύγει ο διαολεμένος. Και συ είσαι τώρα σε δύσκολη φάση. Πόσο σε καταλαβαίνω.....Τα πέρασα και γω με τον δικό μου θυρεοειδή και στο παίζω τώρα πολύξερη και δυνατή για να μην σε ανησυχήσω


Κάνοντας εξετάσεις για την οστεοπόρωση και το ασβέστιο, βρήκε κάτι γύρω απο τον θυρεοειδή της, και συνεχίζει τις εξετάσεις. Ο γιατρός είναι σχετικά καθησυχαστικός αλλά πρέπει να κάνει και άλλες εξετάσεις, και άλλες και άλλες...... Εγώ ανησυχώ
Διάβασα στο ίντερνετ ότι η περίπτωσή της ίσως και να μην είναι και η πιο απλή. Θα την στείλω και σε άλλον ενδοκρινολόγο. Οσο περισσότερες γνώμες τόσο καλύτερα.
Φοβάται και αυτή να πεθάνει. Τρέμει απο μέσα της. Και πρέπει εγώ να είμαι η πιο ψύχραιμη. Η πιο σίγουρη. Νομίζω απ αυτήν κληρονόμησα τελικά αυτόν τον φόβο


Δεν θέλω να πεθάνουν οι γονείς μου. Ισως επειδή δεν έκανα δική μου οικογένεια και αυτοί είναι οι πιο δικοί μου άνθρωποι. Εχω το αίμα τους. Είναι οι ρίζες μου στο παρελθόν, στην δική μου ιστορία που όμως ποτέ δεν μένοιαξε να μάθω, γιατί νόμιζα ότι θα είχα πάντα χρόνο στο μέλλον. Αναφέρουν κατά καιρούς διάφορους θειούς και θειές οι οποίοι μου είναι μακρινοί, άγνωστοι και αδιάφοροι. Αλλά ακούγοντας όλα αυτά τα ονόματα των άγνωστων προς εμένα συγγενών μου, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι μια σφιχτή κοινωνία ανθρώπων, προστατών, συμμάχων με κάτι κοινό σε αυτήν την ομάδα που είναι το αίμα, το DNA που μας ξεχωρίζει. Μια σφιχτή αλυσίδα που ενώ την σνομπάρεις, αν την χάσεις ξαφνικά νιώθεις ξεκρέμαστος και μόνος. Αν πεθάνουν οι γονείς μου θα κοπεί ο κρίκος και θα χαθούν αυτοί οι οικείοι άγνωστοι, το αόρατο τείχος γύρω μου


Πόσο σου μοιάζω μαμά και δεν το θέλω


Πόσο αγαπάμε τα ζώα! Κυρίως τις γάτες. Πρώτα την δική μας γάτα την "γατούλα" όπως την λέγαμε, την κεραμιδόγατα, πριγκίπισσα, πρασινομάτα. Ηταν η φίλη σου, το μωρό σου. Την αγαπούσες νομίζω περισσότερο και απο τα παιδιά σου! Στο στόμα την τάιζες και της μιλούσες τόσο τρυφερά και γλυκά. Δεν θυμάμαι να μίλησες ποτέ έτσι στα παιδιά σου. Και πάντα ό,τι ζωο πληγωμένο έβλεπες το περιέθαλπες. Πελαργό, νυχτερίδα, αλεπού, τις καρακάξες της απέναντι αυλής που σαν τις τρελές τρέξαμε (μόνο εμείς απ ολη την γειτονιά) και με σκάλες σκαρφαλώσαμε στα δέντρα και τις σώσαμε. Τι σύμπνοια είχαμε σ αυτό.....

Και όσο μεγάλωνω νομίζω (κάποιες στιγμές όταν είμαι πολύ κουρασμένη και καταπονημένη και κοιτάζομαι στον καθρέφτη) ότι μοιάζω πότε στην μαμά μου και πότε στον μπαμπά μου. Και πόσο δεν θέλω να μοιάζω σε τίποτα με αυτούς τους ανθρώπους!
Η φύση με εχει καταδικάσει να ξέρω απο τώρα πώς θα είμαι όταν γεράσω. Μιλάμε για τέτοια gademia



Είχα αρκετές κόντρες και με τους δυό τους. Και τους ταπα πολλές φορές έξω απο τα δόντια, κατάμουτρα, και ενώ περίμενα να με ακούσουν και να αναλογιστούν την συμπεριφορά τους, να δουν και να καταλάβουν, και να γίνει ένα θαύμα και να αλλάξουν επιτέλους, αυτοί απτο δυνατό και ξαφνικό σοκ άλλαζαν για λίγο καιρό, αλλά μετά ξανά τα ίδια. Σαν να μην συνέβη τίποτα. Σαν να μην τους είπε τίποτα το ίδιο τους το παιδί! Και ενώ θα έπρεπε να αναλογιστούν αυτά που τους λέω, όπως με τόση κατανόηση και πόνο σκέφτονται για διάφορα θέματα λόγου χάρην για τα ζώα ή για τους ναρκομανείς ή για την φτώχεια στον κόσμο και τους πολέμους, αυτοί τα ξεχνάνε και γυρνάνε ο καθένας στο δικό του κόσμο. Και γίνονται πάλι εγωιστές και ακατανόητοι στην συμπεριφορά τους μεταξύ τους και προς εμένα


Είδα και απόειδα, και τους βλέπω (εδώ και πολλά χρόνια) σαν δυο ανθρώπους που δεν θα αλλάξουν ποτέ όσο και να γεράσουν, όσο και να τους τα πω, όσο και να ακούσουν, να διαβάσουν ή να συζητήσουν. Και απαυτούς έμαθα ότι ο άνθρωπος ΔΕΝ αλλάζει. Οπως τον βρήκες έτσι είναι και θα είναι εσαεί. Θαύματα δεν γίνονται

Ομως όσο και αν τους κατακρίνω και αν σκέφτομαι σαν πληγωμένο παιδί, ή σαν αδικημένο που μου τυχαν αυτοί οι γονείς και όχι κάποιοι άλλοι όπως κάποιων φίλων μου, δεν παύουν να είναι γονείς μου, αίμα μου. Τους πονάω και κάπου τους καταλαβαίνω, γιατί εγκλωβίστηκαν σε έναν γάμο που έπρεπε να είχε τελειώσει πριν εκατοντάδες χρόνια. Αδικήθηκαν και αυτοι γιατί σχεδόν παιδιά ήταν όταν παντρεύτηκαν, δεν ήξεραν τι πάει να πει γονιός, σύντροφος, δεν υπήρχαν τότε τηλεοράσεις, βιβλία και περιοδικά για να ενημερωθούν, και τα διαζύγια τότε ήταν ντροπή. Ο πατέρας μου ειδικά ήταν ορφανός απο πατέρα, οπότε ούτε πρότυπο γονιού δεν είχε ο καημένος για να ταυτιστεί ή ακόμα και να απορρίψει. Πήγαινε σχολείο και ταυτόχρονα δούλευε βοηθός λούστρου για να βοηθήσει στο σπίτι. Και παρόλο που ήταν πάμφτωχος σπούδασε. Και επειδή ρίχτηκε στη ζωή χωρίς φόβο αλλά με τσαμπουκά (δεν είχε και τίποτα να χάσει) τα κατάφερε σε κάποιους τομείς. Τι να πει κανείς

Και εγώ, παλι καλά, δεν μουλειψε και τίποτα. Θα μπορούσα να ήμουν χειρότερα πχ μαυράκι τουμπανιασμένο απο την πείνα στην Αιθιοπία, ή παιδί του δρόμου στην Κολομβία, ή ναρκομανής, ή να είχα παντρευτεί μικρή για να ξεφύγω και τώρα να τυραννιόμουν με 5 κουτσούβελα, ή να ήμουν κανένα κορίτσι απαυτά που τα βάζουν στα κοντέινερ και τα πουλάνε στους οίκους ανοχής. Ενώ τώρα είμαι σχετικά αρχόντισσα. Και έχω την πολυτέλεια να σκέφτομαι ελεύθερα, να προβληματίζομαι, να φωνάζω και να υπερασπίζομαι την άποψή μου, να παρατηρώ, να φιλοσοφώ και να κρίνω....... η κυρία..... τρομάρα μου


Ομως όπως και νάχει, όσο και αν "ταχω παρει μαζί τους" τους νοιάζομαι. Και θέλω να είναι καλά και ευτυχισμένοι. Τουλάχιστον να έχουν την υγεία τους. Δεν μπορώ να φανταστώ την ζωή χωρίς αυτούς, όπως και νάναι. Δεν θέλω να φύγουν απτη ζωή πριν απο μένα. Αν είναι δυνατόν να είναι στο προσκεφάλι μου και να τους βλέπω πριν κλείσω τα δικά μου μάτια. Παρόλα όσα τους έχω σούρει κατα καιρούς, αυτό θα ήθελα πριν πεθάνω . Να τους βλέπω και να νιώθω ότι θα με προστατέψουν όσο και αν αυτό είναι ψέμα. Αν ποτέ πεθάνω, νομίζω θα φωνάζω την λέξη μαμά αντί να λέω διάφορα κλαψιάρικα και πονεμένα, και η λέξη μαμά θα τα περιέχει όλα μέσα της. Νομίζω θα μέ ανακουφίζει και μόνο η "λέξη" και όχι το περιεχόμενο....

Ας μην έχει τίποτα η μαμάκα μου και να πάνε όλα καλά.

Ειδικά γιαυτήν που φοβάται τόσο τον θάνατο και ας το παίζει παλικάρι. Απ την ανάσα της, από τον τρόπο που κολλάει τις λέξεις όταν μιλάει γιαυτό που της έτυχε την καταλαβαίνω. Τρέμει. Και όχι μόνο για την αρρώστεια. Μεγαλώνει και το ξέρει. Πλησιάζει το όριο, το dead line που είναι κάπου εκεί, μετά τα 65 ή 70. Που οι φίλοι, οι γνωστοί της, τα αδέλφια της "φεύγουν" σιγά σιγά. Αλλά δεν είναι καθορισμένο αυτό το όριο, και αυτό το κάνει χειρότερο γιατί μπορεί να είναι και το επόμενο λεπτό! Και όσο περνάει ο χρόνος τόσο και σφίγγεται η καρδιά της. Και ειδικά αν δεν πιστεύεις και στο Θεό ώστε να έχεις κάποια ελπίδα για το μεταθάνατον, και ξέρεις ότι είναι απλώς το τέλος, τότε τρέμεις ακόμα περισσότερο.





Οταν πέθανε και η τελευταία της αδελφή, θυμάμαι πώς αγγάλιαζαν και σφίγγαν την δική μου μαμά οι πρώτες μου ξαδέλφες (γυναίκες μεγάλες με οικογένειες) που έκλαιγαν απαρηγόρητες πάνω στο φέρετρο της μάνας τους. Σαν να ήταν η μαμά μου η τελευταία ρίζα της δικής τους μητέρας. Την έσφιγγαν λές και ήταν αυτή η μόνη που είχε τις πολύτιμες τώρα πια αναμνήσεις απο την παιδική ηλικία και την αθωότητα της δικής τους μαμάς. Και εγώ τρόμαξα, και την πήρα παράμερα και την παρακάλεσα να προσέχει την υγεία της γιατί " αχ μαμά δεν θέλω να πεθάνεις και σύ, και αν σε στεναχωρώ μην με συνερίζεσαι, με ξέρεις δα τι είμαι, απτο ένα αυτί να μπαίνουν και αποτο άλλο να βγαίνουν. Ετσι μαμά?". Το ξέρω ότι αυτό που της είπα ήταν ανόητο, αλλά δεν κρατήθηκα. Ηθελα να σιγουρευτώ ότι δεν θα μαφήσει ποτέ. Και αυτή μου απάντησε απτον δικό της κόσμο "μην φοβάσαι παιδί μου, εγώ δεν θα πεθάνω. Είμαι η μικρότερη απ τα αδέρφια και προσέχω και την υγεία μου".
Λες και η θεία δεν την πρόσεχε...


Με πνίγει το παράπονο που ενώ είμαι το παιδί σου και σου λέω πράγματα για το πως νιώθω και περιμένω να με καταλάβεις, εσύ αν και με ακούς και με καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή, μετά το ξεχνάς και είναι σαν να μην συνέβη ποτέ. Λες και το κάνεις επίτηδες. Μήπως είναι η δική σου άμυνα γιατί δεν αντέχεις την αλήθεια? Και ναι, μετά απο τόσα χρόνια κατάλαβα ότι αυτό είναι. Γαυτό δεν θέλω να σε στεναχωρώ χωρίς νόημα πλέον. Και αν καμιά φορά σου θυμώσω ή φωνάξω και πω και καμιά κουβέντα παραπάνω (ευτυχώς σπάνια πλέον) μετανιώνω την ίδια ώρα, και σε παίρνω μετά εκατό τηλέφωνα με εκατό άσχετες δικαιολογίες μόνο και μόνο για να ακούσω την φωνή σου. Να σιγουρευτώ ότι γύρισες πάλι στον δικό σου κόσμο και ότι θα κοιμηθείς το βράδυ ήσυχη. Τουλάχιστον να ηρεμείς εκεί, στον ύπνο σου, μαμακούλα μου........







Εκλαψα γράφοντας αυτή την εκμυστήρευση. Και ήταν δάκρυα παραπόνου και μετάνοιας. Ελπίζω κάποτε να γίνω η κόρη που θα ήθελες. Η κόρη που δεν θα έχει τόσες απαιτήσεις απο σένα. Να μοιάσω με τα καλά κορίτσια που βλέπεις στην τηλεόραση ή με όλες τις κόρες των διαφόρων θειάδων, που με καημό με συγκρίνεις μερικές φορές. Τουλάχιστον να καταφέρω να παίξω και αυτόν τον "ρόλο".........



Δεν υπάρχουν σχόλια: