Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

Η Σάσα η «εχθροφίλη» μου.








Ε καλά, δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά έτσι θέλω να την σκέφτομαι προς το παρόν. Μέχρι, και ΑΝ μου περάσει ο θυμός.




Γνωριζόμαστε με τη Σάσα απ το σχολείο που ήμασταν φίλες. Τα χρόνια περάσαν και άλλοτε βρισκόμασταν, άλλοτε χανόμασταν, αλλά φτάσαμε μέχρι σήμερα να έχουμε μια κάποια πορεία. Η Σάσα πάντα με θεωρούσε φίλη της, αλλά εγώ μεγαλώνοντας και βλέποντας ή ζώντας καταστάσεις κατάλαβα ότι η Σάσα δεν ήταν και ότι καλύτερο, οπότε την κράτησα σε μια σχετική απόσταση.

Η Σάσα είναι άνθρωπος που δεν μπορεί να δει πέρα από τον εαυτό της. Δεν μπορεί να νοιαστεί για κανέναν άλλο άνθρωπο και αυτό δεν το κάνει επίτηδες. Δυστυχώς δεν μπορεί. Είναι πέρα από τις δυνάμεις της, και όσο και να δείχνει ότι νοιάζεται για του άλλους το κάνει μόνο και μόνο για να σου τραβήξει την προσοχή και μετά να ασχοληθείς με το άτομό της και τις δικές της ανάγκες. Δεν είχε ποτέ κανένα ενδιαφέρον στη ζωή της παρά μόνο για τον εαυτό της και για τον άντρα που θα τύχαινε να έχει. Ποτέ μα ΠΟΤΕ στη ζωή της δεν διάβασε εξωσχολικό βιβλίο, ούτε κάν bell ή έστω ένα Άρλεκιν βρε αδερφέ, και η μόνη εξέλιξή της στον πνευματικό τομέα είναι τα τηλεπεριοδικά που άρχισε να διαβάζει τα τελευταία χρόνια. Τηλεόραση βαριέται να βλέπει, σινεμά επίσης βαριέται, θέατρο δεν ξέρει τι θα πει, μέσα βαριέται να κάθεται, και γενικώς δεν ξέρει τι να κάνει με τον εαυτό της. Γι αυτό ήθελε πάντα να είναι με έναν άντρα ο οποίος έδινε νόημα στην ύπαρξή της. Σε αυτήν την απίστευτη βαρεμάρα το μόνο που την έσωζε πάντα ήταν η πολύ ωραία εμφάνισή της, που ήταν και το δόλωμα για να την πλησιάζουν και να κάθονται οι άντρες μαζί της.

Και έτσι ενώ μεγάλωνε σε ηλικία, και θα περίμέναμε ίσως ώριμες αντιδράσεις από μέρους της, αυτή παρέμεινε στα μυαλά και στην ασχετοσύνη μια 16 χρονη. Είναι αυτό που λέμε «στόκος» στο μυαλό. Εγώ, λόγω της μακρόχρονης γνωριμίας μας, και όσο δεν έμπαινε στα χωράφια μου, την έκανα παρέα και πολλές φορές περνούσα και καλά μαζί της. Πίστευα δε, ότι εμένα με ένιωθε πιο κοντά της ή έτσι έλεγε τουλάχιστον αφού μου εξομολογούνταν τα Πάντα.


Ο Μ.


Η Σάσα στη ζωή της είχε 4 μεγάλες σχέσεις και μερικές μικρές. Η προτελευταία κράτησε σχεδόν 4 χρόνια και με αυτόν συζούσαν κανονικά. Αυτός είχε καλή δουλειά ενώ η Σάσα δούλευε περιστασιακά (ως συνήθως) γιατί όποτε την ενοχλούσε κάτι τα βροντούσε και έβρισκε άλλη. Βλέπεις ο Μ ήταν καλό οικονομικό backup και η Σάσα το παιζε άνετη και ωραία. Έλα μου όμως που ο Μ κάποια στιγμή άλλαξε, την βαρέθηκε και σηκώθηκε και έφυγε!

Της Σάσας της ήρθε πολύ ξαφνικό, πολύ βαρύ. Όχι μόνο γιατί έχανε την σιγουριά (καλή οικονομική και συναισθηματική ταΐστρα ήταν ο Μ) αλλά έπρεπε πλέον για να συντηρεί τον εαυτό της να παλουκωθεί σε μια δουλειά, να σκύψει το κεφάλι και να υπομένει (όπως κάνει σχεδόν όλος ο κόσμος) στις όποιες συνθήκες. Γιατί η δουλειά σπανίως είναι χαρά, εκτός από τους καλλιτέχνες, μερικούς δημοσίους υπαλλήλους, και κάποιους γόνους πλουσίων που "δουλεύουν" για 3 ώρες στις γραφειάρες του μπαμπάκα έτσι για να λεν ότι κάτι κάνουν, για να νιώθουν ότι κουράζονται και ότι κερδίζουν με την αξία τους το σαββατοκύριακο στο Gstaad.

Της ήρθε λοιπόν βαρύ της Σάσας όλο αυτό. Άσε που έπεσε και η αυτοπεποίθησή της στο Ο. Είχε χάσει και πριν 5 χρόνια τον πατέρα της και κάπου αποδιοργανώθηκε. Επίσης σαν χαρακτήρας δεν μπορεί να βάλει όρια στον εαυτό της από μόνη της, και κάνει ότι μαλακία της έρθει στο κεφάλι. Μπλέκει με τον κάθε μαλάκα γιατί δεν έχει ή δεν ανέπτυξε ποτέ της κριτήριο αξιολόγησης των ανθρώπων. Έχει ανάγκη από έναν άντρα να της βάλει όρια, να την συγκρατεί, γιατί λειτουργεί σαν ένα παιδί που νομίζει ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να δίνει λογαριασμό, γιατί ο κόσμος όλος είναι δικός της και πρέπει να ασχολούνται όλοι με αυτήν.


Ο Ιάκωβος


Επειδή βρισκόμασταν κατά καιρούς και ήξερα το δράμα της, τότε (3 περίπου μήνες μετά τον χωρισμό της με τον Μ.) ένας πελάτης μου έκανε εγκαίνια στο μαγαζί του και με είχε προσκαλέσει. Παίρνω λοιπόν την Σάσα μαζί μου για να ξεσκάσει και λίγο που ήταν στην μαύρη μαυρίλα της, και πήγαμε. Εκεί ανάμεσα σε διάφορους βαρετούς πολυλογάδες ήταν και ο Ιάκωβος. Ένας καλλιτέχνης με την ευρεία έννοια της λέξης, πολύ καλοβαλμένος σαν άντρας, με την ωραία βαθιά μπάσα φωνή του, και τις κλασικές φιλοσοφίες του κώλου που όμως κάνουν τα ανόητα και επιρρεπή θηλυκά να υποκλίνονται μπροστά του.

Μου άρεσε και μένα ομολογώ σαν άντρας εμφανησιακά, και γι αυτό ρώτησα τον φίλο μου μεγα πηδήκουλα ( 3/8/2006) που έτυχε να είναι εκεί, μήπως τον ξέρει. Αυτός αμέσως κατάλαβε τι σκεφτόμουν και μου είπε να κρατηθώ μακριά του γιατί απ όσο ξέρει είναι μεγάλος γυναικάς ο τύπος (εμ, βλέπεις ο ένας πηδήκουλας γνωρίζει τον άλλο και φυλάει τα νώτα του. Ευτυχώς που ο ένας είναι ο φίλος μου). Το είπα αυτό και στην Σάσα που της τρέχαν τα σάλια κανονικά, αλλά αυτή στην φάση που ήταν, το «πηδήκουλας» όχι μόνο δεν την απέτρεψε αλλά την γέμισε ελπίδα ότι μπορεί να γίνει και δικός της. Έτσι του είχε γίνει τσιμπούρι όλο το βράδυ. Και να τα ξεδιάντροπα και άσχετα χάχανα της Σάσας που είναι πάντα πιο δυνατά από των άλλων για να ξεχωρίζει, και πιο απρόβλεπτα για να προλάβει να φανεί πρώτη. Και να τα έξυπνα (λέμε τώρα) σχόλια. Και να ο τσαμπουκάς και η επίθεση ή η αντίδραση στα λεγόμενα του Ιάκωβου, τάχα μου ότι διαφωνούμε και έχουμε και άποψη (εμ, είμαστε δυναμικές γυναίκες εμείς ). Και να σου οι χειρονομίες και τα ακουμπήσματα στο μπράτσο τάχα γελώντας ή τάχα τυχαία για να πάρει το ποτό της. Και να σου τα ξαφνικά έντονα βλέμματά της που τραβιούνται όμως γρήγορα, τόσο όσο να αναρωτιέται το θύμα.
Την ξέρω καλά την Σάσα. Και γω ντράπηκα λίγο, γιατί ένιωθα ότι με εξέθετε με αυτή την συμπεριφορά της στον πελάτη μου, που είναι ένας πολύ καθωσπρέπει κύριος.

Μ αυτά και με κείνα, με τα πολλά και με τα λίγα, γίναν ζευγάρι. Δηλαδή ζευγάρι τρόπος του λέγειν.

Αυτός της είπε ότι η φύση της δουλειάς του ήταν τέτοια που έπρεπε να λείπει συχνά σε ταξίδια ή να πηγαίνει σε διαλέξεις και τα τοιαύτα. Και ερχόταν στης Σάσας όποτε του κάπνιζε και όποτε μπορούσε γιατί ή είχε συνήθως πολύ δουλειά, ή έτρεχε σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ή βρισκόταν με άλλους κουλτουριάρηδες και αντάλλασαν κωλοτουριάρικες απόψεις. Με την Σάσα μας ελάχιστες φορές βγήκαν έξω σαν κανονικό ζευγάρι, γιατί όπως της είπε, μέσα στην παρέα του ήταν και η πρώην γκόμενά του την οποία χώρισε για την Σάσα μας, και επειδή ήταν πολύ ευαίσθητη η πρώην και ακόμα ερωτευμένη μαζί του (σε σημείο αυτός τάχα μου να ανησυχεί μήπως βλάψει τον εαυτό της), δεν έπρεπε να τους δει μαζί.

Και το κουτορνίθι- η εξαρτημένη Σάσα το χαψε. Και τον περίμενε να ρθεί όποτε του κάπνιζε, και δεν τον πίεσε ποτέ γιατί πίστευε ότι έτσι θα τον έχανε. Ήθελε με τον χρόνο και την συνήθεια να του γίνει απαραίτητη και αυτός να μην ξεκολλά από πάνω της. Και είχε κάνει και κάτι κόλπα ντροπής, που μου ταλεγε και εγώ από μέσα μου έφριττα. Πχ είχε φτάσει σε σημείο να τρυπάει με βελόνα τα προφυλακτικά για να μείνει έγκυος και φαντάζεσαι τι θα γινόταν, αλλά ευτυχώς η τύχη ήταν με το μέρος του.......

Έλα όμως που κάπου μέσα της ήξερε ότι η φάση δεν θα τραβήξει. Και μου ταλεγε όταν βρισκόμασταν, και εγώ προσπαθούσα να της βάλω μυαλό, να την συνετίσω, να την κάνω να δει το ποιόν του και την πραγματικότητα, και να τον ξεκόψει. Οταν της τα λεγα συμφωνούσε μαζί μου, και έλεγε πως θα του κάνει μια κουβέντα και θα του τα ξεκαθαρίσει, να ξέρει τι της γίνεται, αλλά την επομένη ήταν πάλι η ευτυχισμένη σκλάβα του. Και ο καιρός περνούσε. Και έχοντας τον Ιάκωβο (έστω και σαν επισκέπτη) η Σάσα μπορούσε να ανεχθεί και την δουλειά της και την ίδια την ύπαρξή της. Ώσπου μια μέρα στον χρόνο πάνω........

.........έμαθε από γνωστό ότι ο Ιάκωβος κυκλοφορεί με μια τσούλα πιτσιρίκα, κόρη Κάποιου, ματσωμένη και ωραία. Της ήρθε τρέλα. Ο λεγάμενος, τάχα βαθιά στενοχωρημένος της είπε ότι το νέο αίσθημα ήταν πάνω απ τις δυνάμεις του και ότι λυπάται, και ότι η Σάσα είναι η καλύτερη κοπέλα του κόσμου και ότι αυτός δεν της αξίζει τέτοιος άχρηστος που είναι. Ετσι, αφού το παραδέχτηκε παράτησε την Σάσα "για το καλό της" και πήγε στην ωραία πιτσιρίκα του, την υποτιθέμενη τσούλα. Και από τότε η Σάσα το φυσάει και δεν κρυώνει. 5 μήνες πέρασαν και αυτή ψάχνει μανιωδώς για τον επόμενο. Όχι όμως πάλι έναν φλού και περαστικό, αλλά έναν καλό που να τον δέσει γερά, και γι αυτό θέλει να κάνει γρήγορα και ένα παιδί «θηλιά». Βλέπεις το ζητούμενό της ήταν πάντα η ταΐστρα.


Ο Λ. που προορίζονταν για μένα.



Έκανε διάφορες βλακείες στο 5 μηνο μπακουριάς μετά τον Ιάκωβο, που σχεδόν πάντα τις μετάνιωνε, ώσπου πριν λίγες μέρες μαθαίνει ότι η παρέα μου κανόνισε να βρεθώ με τον Λ.

Τον Λ δεν τον γνώριζα αλλά ήταν γνωστός μιας απο την παρέα, η οποία σκέφτηκε να μεσολαβήσει για να γνωριστούμε. Το 'κονέ' σκέφτηκε να μην πει τίποτα στον Λ για μένα, και το κανονίσαμε να βγούμε τάχα σαν παρέα "τυχαία" όλοι μαζί και έτσι να γνωριστούμε στο χαλαρό και ότι γίνει. Αυτή ήταν και η σύμφωνη γνώμη μου, γιατί το μιλημένο πάντα είναι δυσκοίλιο ενώ το χαλαρό και το παρεΐστικο είναι πιο ρομαντικό. Εγώ βέβαια απ την στιγμή που έμαθα γι αυτόν τον σκεφτόμουνα συνέχεια, είχα φουντώσει, είχα χαρεί, είχα φανταστεί, είχα ονειρευτεί, είχα αγχωθεί, τα είχα ζήσει όλα στο έπακρο, πρίν καν τον γνωρίσω (άλλη τρελάρα και γω).

Η Σάσα είχε τύχει τον Λ να τον έχει γνωρίσει πριν κάποια χρόνια, όταν είχαν πάει στα μπουζούκια (ήταν νομίζω στον Ρέμο ο οποίος είχε έρθει Θεσσαλονίκη). Τότε στην παρέα τους έτυχε να είναι και ο Λ με την τότε γκόμενά του, και η Σάσα με τον δικό της. Δεν είπαν πολλά (δεν υπήρχε και λόγος ) αλλά φυσιογνωμικά τον θυμόταν. Έτσι, μόλις μαθαίνει ότι υπάρχει ο Λ. και είναι ελεύθερος (χωρισμένος εδώ και έναμιση χρόνο περίπου) και καλό παιδί (και εγκάρδιος και πρόσχαρος όπως μου παν) και σε κοντινή σε μας ηλικία, ένα λαμπακι φώτισε στο κουκούτσι μυαλό της. Θόλωσε. Δεν την ένοιαξε τίποτα. Μπροστά της έβλεπε μόνο την ταΐστρα και αυτή πεινούσε πάαααααρα πολύ.


Η Σάσα το ίδιο βράδυ που έμαθε για την κανονισμένη φάση, παίρνει ένα άλλο τσόλι μαζί της και πάνε στο μπαράκι που συχνάζει ο Λ στην παραλία . Ναι, πρόλαβε και ψάρεψε την κοινή μας φίλη, η οποία της είπε και τα στέκια του χωρίς βέβαια να γνωρίζει τα σχέδιά της. Τάχα μου εντελώς τυχαία πέρασε από κει και μπαίνοντας τον είδε. Βλέπεις τον θυμόταν φατσικά. Και «τι κάνεις», και «πως είσαι», και «πόσος καιρός...» και κουβέντα στην κουβέντα κάτσαν μαζί. Η Σάσα μας που δεν σηκώνει το ποτό τάχα ζαλίστηκε απ τα σφηνάκια, και τάχα αυτός την πήγε σπίτι, και τάχα δεν ξέρει πώς έγινε και φιλήθηκαν και τελικά "απαυτώθηκαν".

Τώρα σε παρακαλώ, την φτύνεις ή δεν την φτύνεις? Την ξεμαλλιάζεις? Της τραβάς τον κρίκο απ το αυτί να της το ξεσκίσεις? Την ξεκοιλιάζεις με το χασαπομάχαιρο? Της κοπανάς το κεφάλι στον τοίχο και φωνάζεις από πάνω της «τσούλα, πουτάνα, καργιόλα θα σε λιώσω σαν σκουλήκι»?

Και εννοείται ότι δεν θα μετάνιωνε για τίποτα αν δεν μαθαίναμε στην πορεία ότι ο τύπος είναι κολλημένος στην πρώην του.


Η «πρώην» του Λ.



Η πρώην του ήταν από την Σπάρτη αλλά δούλευε εδώ. Αυτός ήταν ερωτευμένος μαζί της (γι αυτήν δεν ξέρουμε, αλλά υποθέτουμε εμείς τα 'καλά' θηλυκά της παρέας ότι και αυτή τον αγάπησε ) αλλά ήθελε να την κάνει να μείνει για πάντα στην Θεσσαλονίκη, ενώ αυτή ήθελε κάποτε να γυρίσει πίσω. Αυτό ήταν το μόνιμο πρόβλημά τους. Αυτός είχε την δουλειά του εδώ (μάλιστα έκανε δύο δουλειές για να την έχει βασίλισσα) και δεν μπορούσε (ή δεν ήθελε?) να φύγει, και αυτή ήθελε κάποτε να πάει στους γονείς και στους φίλους της στην Σπάρτη. Τά φερε έτσι η ζωή που για λόγους υγείας των γονιών της η κοπέλα έπρεπε να φύγει για πάντα από δω, αλλά του ζήτησε να την ακολουθήσει. Αυτός δεν μπόρεσε να φύγει και έτσι χώρισαν.

Από τότε κάκιωσε πολύ με τις γυναίκες και είναι πολύ υποψιασμένος και επιφυλακτικός. Δεν ανοίγεται εύκολα και δεν αφήνει περιθώρια για λάθη. Δεν είναι πολύ τρυφερός, και μετά το "απαύτωμα" δεεεεν έχει πολλές αγκαλιές και φιλιά ... Αυτά μου τα πε η Σάσα όταν έκλαιγε με μαύρο δάκρυ και μου ζητούσε να παραμείνουμε φίλες. Βλέπεις, αυτή νόμιζε ότι θα βρισκε ένα καλόβολο κορόϊδο, αλλά βρήκε ένα αρσενικό σε άμυνες που κάνει την δουλειά του χωρίς πολλούς συναισθηματισμούς. Τουλάχιστον για τώρα που είναι η αρχή.




Ουφ κουράστηκα που τα θυμήθηκα. Εύχομαι να χωρίσουν, κανένας να μην την κάνει παρέα ποτέ, να της βγεί το όνομα σε όλη την Θεσσαλονίκη και κανένας σοβαρός άντρας να μην την πλησιάζει παρα μόνο τα παλιοτόμαρα, και να τριγυρνάει στα μπαράκια μεθυσμένη, τρεκλίζοντας και σέρνοντας τις γόβες της, αχτένιστη, σταφιδιασμένη και δυστυχισμένη.

Να περάσουν έτσι τα χρόνια και να με δεί εμένα ξαφνικά μπροστά της στον δρόμο, νέα και ωραία με έναν παιδαρά δίπλα μου, ο οποίος να με πειράζει τρυφερά και να γελάμε και να κάνουμε γλύκες, και δυό πανέμορφα ξανθά γαλανομάτικα παιδάκια ανάμεσά μας (το αγοράκι, 10 χρονών να είναι ήδη φοιτητής δι αλληλογραφίας με υποτροφία στο ΜΙΤ- τι να έκανα?Αυτοί απο το το ΜΙΤ επέμεναν γιατί βλέπεις είναι διάνοια το βλαστάρι μου με IQ 250, και η μικρή 6 χρονών μας ανακοίνωσαν από τώρα ότι θα πάρει μέρος στην Ολυμπιάδα του Λονδίνου στην ενόργανη γυμναστική. Τι να κάνω? Είναι καλύτερη και από την Κομανέντσι λένε- μα από ποιόν πήρε ετούτο το παιδί?), ενώ εκείνη να τρέχει να κρυφτεί σε μια γωνιά για να μην την δω.

Και να με κοιτάει απ την γωνιά με σκυμμένο το κεφάλι, ντροπιασμένη για την κατάντια της, και από μέσα της να ζητάει ειλικρινά συγνώμη για την προδοσία που μου είχε κάνει πολλά χρόνια πριν, και να κλαίει με αναφιλητά. Και αυτά τα δάκρυα να έρχονται κατευθείαν από την καρδιά της. Να μετανιώσει πικρά. Τόσο πικρά όσο το δηλητήριο.

Αλλά εγώ θα προλάβω να την δω, θα εστιάσω στα δικά της μάτια, θα σμίξω λίγο τα φρύδια μου σαν να προσπαθώ να καταλάβω ........ σαν κάτι να μου θυμίζει .......... κάτι μακρινό .......... «μα ποια μου θυμίζει, ποια μου θυμίζει ......». Και αυτή, με αχνή ελπίδα να με κοιτάει απ την γωνία, καμπουριασμένη και μισοκρυμμένη. Ομως εγώ τελευταία στιγμή να γυρνάω στον παιδαρά μου και να του λέω ανέμελα «αχ όχι αγάπη μου, νόμιζα ότι ήταν μια παλιά γνωστή μου, αλλά έκανα λάθος. Πάμε μωράκια μου ........».

Και είναι φυσικό να μην αναγνωρίσω σε αυτό το κουρέλι την παλιά μου φίλη Σάσα από το …. «τσατσά»



Αυτά και άλλα πολλά τα φαντάζομαι τώρα που είναι φρέσκο. Ξέρω ότι με τον καιρό θα συνηθίσω στην ιδέα και δεν θα με ενδιαφέρει καθόλου. Όσο το σκέφτομαι τόσο χαλιέμαι, και γω δεν θέλω να χαλιέμαι αλλά να φτιάχνομαι.




Η Σάσα λοιπόν θα γίνει μακρινό και ξεχασμένο παρελθόν, όπως τόσα και τόσα που με στεναχώρησαν κατά καιρούς.