Τετάρτη, Απριλίου 11, 2007

Πάλι εξετάσεις.




Επιτέλους σήμερα πήγα για εξετάσεις. 3 βδομάδες τις καθυστέρησα. Αλλά ευτυχώς σήμερα το αποφάσισα και πήγα. 3 βδομάδες τώρα, κάθε πρωί έβρισκα και μια δικαιολογία για να μην πάω. Όμως δεν πήγαινε άλλο. Ακόμα και σήμερα το πρωί πήγα να το αναβάλω σκεφτόμενη ότι αφού θα γυρίζουν όλοι από το Πάσχα και θα γίνεται χαμός στους δρόμους «πού θα βρω να παρκάρω εκεί? ας το αφήσω για αύριο».

Όμως κάτι μέσα μου μ έτρωγε. Και ξαφνικά σηκώθηκα, ντύθηκα σε δευτερόλεπτα, δεν πλύθηκα, στη βιασύνη μου δεν ήπια το φάρμακο για τον θυροειδή, και έτρεξα σαν τρελή. Να κάνω τις εξετάσεις να τελειώνω. Και ευτυχώς που πήγα.

Στον προθάλαμο οσο περίμενα τη σειρά μου για να μου πάρουν αίμα , παρατηρούσα τον κόσμο εκεί μέσα που ήταν σχεδόν μόνο ηλικιωμένοι ανθρώποι. Κυρίως γυναίκες. Φαντάζομαι, η κάθε μια με την δικιά της ιστορία. Οι περισσότερες ήταν μόνες, χωρίς συζύγους ή παιδιά να τις συνοδεύουν, είχαν μαλλί κοντό, φουσκωμένο από το χτεσινό κομμωτήριο, με φούστα σεμνή κάτω από το γόνατο, ζακετάκι, τσαντούλα, παπουτσάκι με πλατύ χαμηλό τακουνάκι, και καλσόν μέχρι το γόνατο. Μερικές γριές ήταν πιο έξαλα ντυμένες με φούστα ως το γόνατο, ψηλό τακουνάκι, λαχανί ή φούξια μπλούζα, έντονο κραγιόν και πολλά χρυσά κρεμαστά. Κάποιες άλλες ηλικιωμένες, ενώ ήταν σχετικά σεμνές, έβλεπες ξαφνικά να ξεπροβάλουν κόκκινα νύχια αλλά και να φορούν ροζ κραγιόν άτσαλα βαλμένο, που δεν ταίριαζε με την υπόλοιπη εικόνα τους. Μάλλον προσπαθούσαν να ξορκίσουν το γήρας και την αρρώστια με το δικό τους τρόπο, με το κόκκινο και το ροζ της ζωής και του σφρίγους.

Καταρρακώθηκα. Σκέφτηκα ότι έτσι θα γίνω και γω. Μια γριά μόνη και άκληρη που θα τρέχω πάντα για εξετάσεις. Μόνη και παράξενη μαζί με άλλους άρρωστους γέρους περίεργους, και θα πιάνουμε κουβεντούλα με τις κυρίες για την αρρώστια μας, τα τριγλυκερίδιά μας, τον υπέρηχό μας, τις ακτινογραφίες, τις παρακεντήσεις και τα χάπια μας. Χωρίς χαρά στη ζωή, μόνη, περιμένοντας τα χειρότερα.




Η κοπέλα που μου πήρε αίμα ήταν καταπληκτική. Λιγομίλητη, γρήγορη και ανώδυνη. Ούτε κατάλαβα πότε έβαλε την βελόνα, ούτε πότε τελείωσε. Και της το είπα: «αχ κυρία, έχετε χέρι αγγελικό!» και γέλασε.

Πήγα μετά για συλλογή ούρων στην τουαλέτα του πολυιατρείου. Περιμέναμε πολλοί στην ουρά ο καθένας με το άδειο μπουκαλάκι του. Πρίν από μένα ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος. Τον περίμενα να περάσει πρώτος. Όταν όμως ήρθε η σειρά του δεν προχωρούσε για να μπει στην τουαλέτα. Νόμιζα ότι νόμιζε πως ήταν η δική μου σειρά, και του είπα όλο ευγένεια «κύριε προηγείστε» . Με κοίταξε περίεργα, χαμογέλασε δειλά και μπήκε στην τουαλέτα. Βγήκε πολύ γρήγορα. Με κοίταξε με το κεφάλι σκυφτό και μου είπε λυπημένα και ντροπιασμένα «Μπλόκαρα». Εγώ ήξερα ότι μπλοκάρουν οι άντρες αλλού όχι όμως και στο κατούρημα!!!! Αλλά του είπα ευγενικά και υποστηρικτικά «ε, συμβαίνουν και αυτά, μην ανησυχείτε» και χαμογέλασε λίγο. Όμως πήρε δρόμο και έφυγε τροχαδόν με το άδειο μπουκαλάκι του.

Όταν τελείωσα από όλα βγήκα έξω, στάθηκα για λίγο για να κάνω ένα τσιγάρο και σκεφτόμουν. Ήταν και μερικοί άλλοι σαν εμένα έξω στο πεζοδρόμιο, που κάπνιζαν και σκεφτόντουσαν. Τι σκεφτόντουσαν αυτοί? Την δουλειά τους? Τις υποχρεώσεις τους, ή τις εξετάσεις τους και την αρρώστια τους? Ένας κύριος παραδίπλα μιλούσε αγχωμένα στο κινητό και έπιασα το «...μου βρήκαν πολλά λευκά...». Αμάν σκέφτηκα, τι να χεις και συ άνθρωπέ μου.

Εγώ, εκεί έξω έκανα μια ανασκόπηση της ζωής μου, όπως κάνω σε αυτές τις περιπτώσεις. Αναρωτιόμουν και για τις αρρώστιες, και για την προλακτίνη, και για τον θυροειδή, και για τα γυναικολογικά, και για τη ζωή μου, και πώς έφτασα ως εδώ, και τι περιμένω από τη ζωή και τους ανθρώπους, και ποιός θα νοιαστεί για μένα πραγματικά, και αν θα με αγαπήσει ποτέ κάποιος, αν θα καταφέρω να μοιραστώ ποτέ όλα τα συναισθήματα που με έχουν κατακλύσει και που όσο δεν τα μοιράζομαι με πνίγουν. Αναρωτιόμουν αν ολα αυτά που έμαθα από τη ζωή, όλες αυτές οι εμπειρίες, οι σκέψεις, και οι παρατηρήσεις αν θα βρουν ένα δρόμο κάποτε και δεν θα είναι τελικά άσκοπες αναζητήσεις. Αυτά σκεφτόμουν και χαλάστηκα κι άλλο. Μετά όμως θυμήθηκα το άθλημα, έκανα νοερή προπόνηση όσο κάπνιζα και έτσι συνήλθα λίγο.

Αυτό που με συγκλόνισε όμως ήταν μια κοπέλα που όταν βγήκε από το κτίριο, ενώ φαινόταν φυσιολογική και περπατούσε κανονικά, όταν την παρατήρησα στο πρόσωπο είδα ότι έκλαιγε με δάκρυα. Δεν έκλαιγε δυνατά και με αναφιλητά αλλά βουβά. Μόνο νερά τρέχαν από τα μάτια της και ήταν καρφωμένα κάπου στο κενό. Ήταν μια κοπέλα γύρω στα 30-31 λίγο μαυριδερή που μου έμοιασε με τσιγγάνα, καλοντυμένη, καθαρή και περιποιημένη, με μια τεράστια πλεξούδα στα μαλλιά. Έκλαιγε και περπατούσε σιγά. Τι να είδε στις εξετάσεις της? Τι έγραφε ο φάκελος που κρατούσε? Κοντοστάθηκε και άναψε τσιγάρο. Συνέχισε να κλαίει και έριχνε ματιές στον ανοιγμένο φάκελο. Μου ρθε να κλάψω και γω. Δεν ξέρω γιατί. Για τα δικά μου τρεχάματα? Για το τέλος που πάλι μου ρθε στο μυαλό? Για την ζωή μου? για την ζωή αυτής της νέας και όμορφης κοπέλας που έκλαιγε 5 μέτρα μακριά μου? Ήθελα να πάω και να της μιλήσω. Πραγματικά τα πόδια μου ήταν έτοιμα να βαδίσουν προς εκείνη! Το μυαλό μου και η ψυχή μου ήταν μαζί της, δίπλα της. Ήθελα- ήθελα -ήθελα να πάω κοντά της, να της πιάσω τον ώμο μαλακά και να της πω να μην κλαίει.. Να της πω πως κα γω έκλαψα τοοόσες και τόσες φορές αλλά να που είμαι καλά. Είμαι εδώ και σου μιλάω, εγώ η gademissa και όχι κάποια άλλη «παρηγορήτρα». Κάποια άλλη που δεν ξέρει τι περνάς και που λέει λόγια συμπονετικά μόνο και μόνο για να χαϊδέψουν τα αυτιά σου και να γαληνέψουν πρόσκαιρα την ψυχή σου. Όχι, είμαι Εγώ που τα πέρασα και ξέρω πως νιώθεις. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι αποκαρδιωτικά, μπορεί να σε φέρνουν στο χείλος του γκρεμού, αλλά μην το βάζεις κάτω κορίτσι μου. Μην κλαις. Πάντα υπάρχει ελπίδα. Δείξε κουράγιο. Δείξε πίστη στον εαυτό σου. Και γω έτσι έκλαιγα στους δρόμους τότε, αλλά να που είμαι εδώ και είμαι καλά.

Ουφ βούρκωσα πάλι. Είναι τόσο φρέσκο αυτό που έγινε. Αυτή η κοπέλα δεν μπορεί να φύγει απ το μυαλό μου. Βλέπω σε αυτήν τον εαυτό μου και πώς ήμουν απελπισμένη. Στην αρχή η αρρώστια φαίνεται πάντα ένα τρομερό τέρας που θα σε κατασπαράξει, αλλά βήμα βήμα νικιέται. Το κάθε βήμα είναι δύσκολο, με νέα κλάματα, με νέο άγχος αλλά πάντα υπάρχει ελπίδα. Και πού ξέρεις μπορεί σε σένα να γίνει το ένα και μοναδικό θαύμα, να είσαι εσύ ο πρώτος άνθρωπος που νίκησε αυτή την αρρώστια που ίσως να είναι ανίατη για άλλους. Όποιος και νασαι. Και αυτά δεν είναι «λόγια του αέρα», αλλά το λέω γιατί ξέρω εγώ η ίδια έναν άνθρωπο που έχει μια σπάνια αρρώστια, και ενώ οι γιατροί του έδιναν 6 μήνες ζωής αυτός έσπασε όλα τα προγνωστικά και ζει τώρα 4 χρόνια. Δεν ξέρει και ο ίδιος που οφείλεται αυτό το θαύμα, και μην φανταστείς ότι είναι κάποιος ξεχωριστός, κάποιος ιδιαίτερος άνθρωπος.

Όχι. Είναι ένας άνθρωπος σαν όλους εμάς! Ένας άνθρωπος που κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ότι είναι ένας άνθρωπος από την φύση του αισιόδοξος. Βέβαια πέρασε δύσκολα, μερικές φορές τον είδα αδύναμο, χλωμό, να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του, και ναι, λύγισε τότε. Αλλά αυτό έγινε ελάχιστες φορές. Το χαμόγελο και το καλαμπούρι ήταν πάντα στο στόμα του. Θυμάμαι μάλιστα και τα λόγια του όταν έμαθε για την αρρώστια του: «Ούτε λόττο να ταν ρε πούστη μου» και είχα σκεφτεί πόσο δίκιο είχε!!! Δεν έχει τον καρκίνο που όλοι φοβόμαστε, αλλά κάτι ακόμα χειρότερο, μια άλλη σπάνια αρρώστια που σχεδόν δεν έχει φάρμακα και οδηγεί με βεβαιότητα στον θάνατο. Είναι απ τους ελάχιστους ανθρώπους που έζησαν τόσο πολύ. Κι όμως τα κατάφερε. Και αφού τα κατάφερε αυτός ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο φίλος- ο ξάδερφος- ο θείος- πού ξέρεις, μπορεί να είσαι συ το επόμενο θαύμα. Γιατί τα θαύματα δεν κάνουν διακρίσεις. Δεν κοιτάν ηλικίες, λεφτά και ομορφιές. Μπορεί και συ η τσιγγάνα ή εσύ ο επαίτης να είστε τα θαύματα. Η μοίρα δεν ξέρουμε τι έχει γράψει για τον καθένα μας. Μην το βάζετε κάτω ρε παιδιά. Μόνο δείξτε πίστη στον εαυτό σας, και τα δύσκολα θα περάσουν. Αφού αυτός ο πρώην μελλοθάνατος ζει, τότε μπορεί να τα καταφέρουμε και μεις.




Θα πάρω τα αποτελέσματα την Παρασκευή. Απ ότι με «κόβω» όμως δεν θα τα ανοίξω. Πιστεύω ότι όλα θα είναι καλά αφού είναι εξετάσεις ρουτίνας και ελέγχου, αλλά όχι, δεν θα τα ανοίξω. Αυτό το ξέρω από τώρα. Δεν ξέρω τι με πιάνει και δεν μπορώ να τα ανοίξω. Τόσες και τόσες εξετάσεις έχω κάνει, και μερικές φορές άνοιξα εγώ η ίδια τον φάκελο και τον διάβασα μόνη. Αλλά αυτή τη δύναμη δεν την έχω πολύ συχνά και τώρα, το νιώθω, έγινα πάλι μια δειλή. Μπορεί να το φοβάμαι, αλλά στο τέλος δεν θα με νικήσει το θεριό. Τρέχω τρέχω και θα τρέχω μέχρι το τέλος. Όσο και να το φοβάμαι θα το πολεμήσω. Ή το πολεμάς και ελπίζεις, ή κλείνεις τα μάτια, το αφήνεις, και πεθαίνεις. Δική σου η επιλογή.

Εγώ, ενώ τα ξεχνάω όλα και ζω όπως όλοι μέσα στην καθημερινότητά μου, μακριά από αρρώστιες, μακριά από τον θάνατο, όταν έρχεται η ώρα των εξετάσεων νιώθω πάλι άρρωστη, νιώθω πάλι θνητή. Ξυπνάω πάλι στην πραγματικότητα, πάλι στο παρόν που μικραίνει απότομα. Υπάρχει «κάτι» εκεί που μου ροκανίζει το υπέροχα βαρετό και ρουτινιάρικο παρόν. Δεν το βλέπω αυτό το «κάτι» αλλά το ακούω στον ύπνο μου, το ακούω όταν χαϊδεύω τον θυροειδή μου, το ακούω όταν έχω καφέ μεσοκυκλικά, το ακούω όταν ψαχουλεύω το σβέρκο μου, είναι εκεί και χριτς χριτς ροκανίζει τη ζωή μου.

Θελω να ζω, να αναπνέω. Όσο δύσκολη και να είναι η ζωή, όσες στεναχώριες και να περνάω, ότι μα Ο,ΤΙ και να μου συμβεί θέλω να είμαι εδώ. Δεν θέλω να περάσω στην αντίπερα όχθη. Δεν θέλω να κάνω αυτό το ταξίδι ποτέ. Δεν θέλω να πάω στον αγύριστο μόνη χωρίς φίλους, χωρίς κανέναν. Φοβάμαι ότι κάνοντας αυτό το ταξίδι μόνη, θα χάσω τον δρόμο. Δεν θα είναι κανείς εκεί για να με προετοιμάσει, για να μου δείξει τι να κάνω, πού να πάω, τί να πω, ποιόν θα συναντήσω, πώς πρέπει να συμπεριφερθώ. Και έτσι μπορεί να πάρω κάποιον λάθος δρόμο και να πάω εκεί που δεν πρέπει, εκεί που θα είναι όλα μαύρα. Και αυτή η μαυρίλα θα είναι αιώνια. Αυτή τη λέξη «αιώνια» δεν την χωράει το μυαλό μου. Αιώνια, χωρίς καμία δυνατότητα αναστροφής, χωρίς δυνατότητα συχώρεσης, χωρίς σωτηρία, χωρίς τέλος, χωρίς έλεος.



Στους ισόβια φυλακισμένους η φυλακή κρατάει όσο και ο βίος τους. Δηλαδή θεωρητικά με το τέλος της ζωής τους θα τελειώσει και το μαρτύριό τους, αλλά στον άλλο κόσμο είναι ΑΙΩΝΙΟ, είναι άπειρο. Και μόνο που το σκέφτομαι ζαλίζομαι. Αλλά δεν είναι μόνο το ταξίδι.

Αν δεν υπάρχει ταξίδι? Αν είναι ένα τέλος που το ακολουθεί η ανυπαρξία? Όλες αυτές οι εμπειρίες που μάζεψα, όλες αυτές οι σκέψεις όλα αυτά τα συναισθήματα, όλες αυτές οι παρατηρήσεις, όλα αυτά που άκουσα, που διάβασα, που έμαθα, που είδα στα τόσα χρόνια της ζωής μου γιατί? Προς τι? Για να χαθούν στο χώμα? Γιατί προσπαθώ να γίνω καλύτερος άνθρωπος? Για ποιόν? Ποιο το νόημα όλων?

Πιστεύω ότι αν είχα κάνει παιδιά θα ήταν όλα λίγο διαφορετικά. Θα διοχέτευα εκεί όλες τις εμπειρίες μου και όλη την αγάπη που έχω, και που τώρα δεν βρίσκουν διέξοδο. Θα είχα αδειάσει λίγο, θα ένιωθα καλύτερα, θα είχα ένα σκοπό. Θα έλεγα ότι έζησα, αλλά αυτή η ύπαρξή μου είχε ένα νόημα. Ότι άφησα κάτι καλό σε αυτό τον κόσμο. Γιατί τα παιδιά είναι το μόνο καλό και αγνό πράγμα που υπάρχει. Όλα τα άλλα είναι απλώς εικόνες που μόλις κλείσεις τα μάτια χάνονται.




Ουφφφφφφφφφφφφ ήταν μια δύσκολη μέρα. Θα συνέλθω σε λίγο. Θα μπω στους ρυθμούς της πόλης και θα ξεχαστώ. Θα πάω και στο άθλημα και θα προσπαθήσω διπλά και τριπλά να αποδείξω στον εαυτό μου ότι όχι μόνο τίποτα δεν χάνεται αλλά όλα είναι πιθανά. Ακόμα και το μετάλλιο που κάποιοι άλλοι θα το θεωρούσαν ξεγραμμένη υπόθεση για ένα άτομο σαν εμένα που δεν είναι και στα ντουζένια του, εγώ θα το πάρω ή έστω θα το διεκδικήσω.



Η προσπάθεια, ο αγώνας και η θέληση έφεραν, έστω και με αυτόν τον τρόπο, την ανατροπή στα προγνωστικά της ζωής και της μοίρας μου.